Με φόντο τη συνάντηση Τραμπ - Ζελένσκι τη Δευτέρα και την ελπίδα για μια τριμερή διάσκεψη τις επόμενες ημέρες, τα δύο βασικά σενάρια για το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία αρχίζουν να διαφαίνονται, σημειώνει η Wall Street Journal.
Οι στόχοι του Πούτιν υπερβαίνουν την κατάληψη εδαφών και στοχεύουν στην παράδοση της Ουκρανίας. Το Κίεβο και η Δύση ελπίζουν να βάλουν ένα τέλος σε αυτές τις βλέψεις.
Η Ουκρανία θα μπορούσε να χάσει εδάφη, αλλά να επιβιώσει ως ένα ασφαλές και κυρίαρχο, αν και συρρικνωμένο, έθνος- κράτος. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να χάσει τόσο έδαφος όσο και κυριαρχία, επιστρέφοντας στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας.
Ποιο από τα δύο θα συμβεί - και πότε - δεν είναι πιο ξεκάθαρο μετά την Αλάσκα, η σύνοδος της οποίας μηδένισε τις ελπίδες για μια διπλωματική ανατροπή.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν απέρριψε την πίεση των ΗΠΑ και της Ευρώπης για κατάπαυση του πυρός που θα παγίωνε την τρέχουσα γραμμή του μετώπου, ακολουθούμενη από συνομιλίες για τον έλεγχο των ουκρανικών εδαφών και εγγυήσεις για την ασφάλεια της Ουκρανίας. Αντ' αυτού, ο Πούτιν σηματοδότησε ότι θα συνεχίσει τον πόλεμο έως ότου η Ουκρανία και η Δύση είναι πρόθυμες να ικανοποιήσουν τους ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους της Μόσχας.
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι, για να είναι βιώσιμη και μακροπρόθεσμη η επίλυση του ουκρανικού ζητήματος, πρέπει να εξαλειφθούν όλες οι βαθιές αιτίες της κρίσης, οι οποίες έχουν συζητηθεί επανειλημμένα, να ληφθούν υπόψη όλες οι νόμιμες ανησυχίες της Ρωσίας και να αποκατασταθεί μια δίκαιη ισορροπία στον τομέα της ασφάλειας στην Ευρώπη και στον κόσμο συνολικά», δήλωσε ο Πούτιν μετά τη σύνοδο κορυφής.
Ο Πούτιν ανέφερε ότι πρέπει να διασφαλιστεί και η ασφάλεια της Ουκρανίας, αλλά οι προηγούμενες συνομιλίες έχουν δείξει ότι ο «διάβολος» κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Η έμφαση που δίνει στις «βασικές αιτίες» -η συνήθης συντομογραφία του για μια σειρά παραπόνων σχετικά με την προσανατολισμένη προς τη Δύση πολιτική πορεία της Ουκρανίας και την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη- δείχνει ότι δεν έχει εγκαταλείψει τους γενικούς στόχους του για την αποκατάσταση της ρωσικής πολιτικής επιρροής στην Ουκρανία, την ανασυγκρότηση της σφαίρας επιρροής της Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη και την ανάκτηση του στάτους της παγκόσμιας υπερδύναμης. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο κήρυξε πόλεμο το 2022.
Η προσπάθεια της Ρωσίας να κατακτήσει το Κίεβο απέτυχε παταγωδώς και είναι πιθανό να είναι πλέον ανέφικτη. Η επίμονη άμυνα της Ουκρανίας περιορίζει τη Ρωσία σε μικρά κέρδη στο πεδίο της μάχης, με υψηλό κόστος. Οι ελπίδες της Ουκρανίας να εκδιώξει πλήρως τους Ρώσους εισβολείς έχουν επίσης μειωθεί, δεδομένης της κατάστασης του δικού της εξαντλημένου στρατού.
Η κατάσταση αυτή, ξεκαθαρίζει τα δύο βασικά σενάρια για την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία.
Παραχώρηση εδαφών με διεθνή προστασία
Η ηγεσία της Ουκρανίας έχει σιωπηρά αποδεχτεί ότι δεν διαθέτει τη στρατιωτική δύναμη για να ανακτήσει πλήρως τα σύνορά της.
Το Κίεβο και οι ευρωπαϊκές χώρες δηλώνουν ότι δεν θα αναγνωρίσουν ποτέ νομικά τα κέρδη της Ρωσίας, ένα βήμα που θα μετέτρεπε το διεθνές δίκαιο σε κίνητρο για περαιτέρω κατακτήσεις αντί για ταμπού εναντίον τους. Ωστόσο, δείχνουν να καταλάβουν ότι θα συμβιβαστούν με την πραγματικότητα του de facto ρωσικού ελέγχου.
Το καλύτερο σενάριο για το Κίεβο και τους Ευρωπαίους συμμάχους του, είναι πιθανώς να περιορίσουν τη Ρωσία στα εδάφη που ήδη κατέχουν οι δυνάμεις της, τα οποία αντιστοιχούν σε περίπου το ένα πέμπτο της επικράτειας της Ουκρανίας. Το Κρεμλίνο συνεχίζει να επιμένει ότι η Ουκρανία πρέπει να αποσυρθεί από περιοχές που διεκδικεί ως ρωσικές αλλά δεν ελέγχει, ιδίως το τμήμα της περιοχής του Ντονέτσκ που ελέγχεται από την Ουκρανία -διατηρεί μια αλυσίδα οχυρωμένων πόλεων που η Ρωσία δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να κατακτήσει.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι τι θα συμβεί στο υπόλοιπο 80% της Ουκρανίας.
Το Κίεβο και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του θέλουν να προστατεύσουν τη μελλοντική ασφάλεια και κυριαρχία του υπόλοιπου τμήματος της χώρας με ένα συνδυασμό ισχυρών ουκρανικών αμυντικών δυνάμεων και δυτικής βοήθειας στον τομέα της ασφάλειας. Μια λεγόμενη «συμμαχία των προθύμων» με επικεφαλής το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία θέλει να αποστείλει μέρος των δικών της στρατευμάτων στην Ουκρανία ως περαιτέρω αποτρεπτικό μέσο ενάντια σε μελλοντική ρωσική επίθεση.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ελπίζουν ότι οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν στις εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία και έχουν ενθαρρυνθεί τις τελευταίες ημέρες από την προφανή ανοιχτή στάση του Τραμπ προς αυτό. Ωστόσο, ο πιθανός ρόλος των ΗΠΑ παραμένει ασαφής.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα έμοιαζε με το τέλος του πολέμου της Κορέας το 1953, που άφησε τη χερσόνησο διαιρεμένη, αλλά με τη Νότια Κορέα να προστατεύεται από τότε, κυρίως από τις αμερικανικές δυνάμεις.
Για τον Πούτιν, ωστόσο, ένα αποτέλεσμα τύπου Κορέας θα ισοδυναμούσε με ιστορική αποτυχία.
Θα κατείχε το 20% της ουκρανικής επικράτειας -μεγάλα τμήματα της οποίας έχουν μετατραπεί σε ερείπια- αλλά θα έχανε οριστικά το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας, ενώ θα έβλεπε τα δυτικά στρατεύματα να προστατεύουν μια χώρα που ο ίδιος επιμένει ότι είναι αδελφό κράτος με τη Ρωσία.
Οι λόγοι που θα οδηγούσαν τον Πούτιν σε μια τέτοια υποχώρηση, ενδεχομένως να είναι ότι φοβάται πως ο πόλεμος επιβάλλει μη βιώσιμους οικονομικούς και πολιτικούς κινδύνους για την εσωτερική σταθερότητα της Ρωσίας- ή ότι η Ρωσία δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μια κλιμάκωση των κυρώσεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, όμως, οι περισσότεροι παρατηρητές δεν βλέπουν κανένα λόγο να πιστεύουν ότι αυτό θα συμβεί.
«Η ρωσική άποψη αυτή τη στιγμή είναι ότι αυτός ο πόλεμος δεν είναι βιώσιμος, αλλά για την Ουκρανία είναι λιγότερο βιώσιμος, και μέχρι να αναγκαστεί η Ουκρανία να τερματίσει τον πόλεμο λόγω οικονομικών προβλημάτων, θα έχει ήδη χάσει», δήλωσε ο Janis Kluge, εμπειρογνώμονας της ρωσικής οικονομίας στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών και Ασφαλείας Υποθέσεων, ένα think tank στο Βερολίνο.
Ο Τραμπ και άλλοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει ότι η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να πλήξει την οικονομία της Ρωσίας με μέτρα κατά των εσόδων της από το πετρέλαιο, μέσω τιμωρητικών δασμών στους αγοραστές ρωσικού πετρελαίου, κυρώσεων στις τραπεζικές συναλλαγές, απαγόρευσης του σκιώδους στόλου πετρελαιοφόρων της Ρωσίας και άλλων μέτρων. Οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να ενισχυθούν, αλλά θα χρειαστεί χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματα.
Και, εκτός αν ο Πούτιν φοβάται μη χάσει την εξουσία, δεν είναι σαφές μέχρι ποιο σημείο θα βάλει τις οικονομικές πιέσεις πάνω από την ιστορική του εμμονή με την Ουκρανία και την επιθυμία του να κάνει τη Ρωσία ξανά μεγάλη.
Διαίρεση με υποταγή
Οι απαιτήσεις της Ρωσίας από την εισβολή του 2022 περιλαμβάνουν τη μείωση του μεγέθους των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας, τον περιορισμό του οπλισμού της και των προμηθειών της σε δυτικά όπλα, καθώς και την αλλαγή του πολιτικού της καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένου του συντάγματός της, της ηγεσίας της και των πολιτικών της σε θέματα γλώσσας, ιστορίας και εθνικής ταυτότητας.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ουκρανία δεν είναι μόνο η απώλεια της ανατολικής και νότιας περιοχής της. Είναι το γεγονός ότι η υπόλοιπη χώρα δεν θα είναι σε θέση να αντισταθεί σε μια τρίτη ρωσική εισβολή, μετά από αυτές του 2014 και του 2022. Η απειλή αυτή θα μπορούσε να αναγκάσει το Κίεβο να υποκύψει στις επιθυμίες της Μόσχας όσον αφορά την ηγεσία και τις πολιτικές της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μετέτρεπε το εναπομείναν τμήμα της Ουκρανίας σε ρωσικό προτεκτοράτο, κάτι που θα ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση για ένα έθνος που επιθυμεί να εδραιώσει τη δημοκρατία του και να ενταχθεί στην Ευρώπη και τη Δύση. Αυτό είναι που οι Ουκρανοί προσπαθούν να αποτρέψουν, ακόμη περισσότερο από τα χωράφια και τις πόλεις της ανατολικής Ουκρανίας.
Το πεδίο της μάχης παραμένει ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Πούτιν θα μπορούσε να επιτύχει τέτοιους όρους συνθηκολόγησης. Αν και οι ρωσικές δυνάμεις συνεχίζουν να σημειώνουν περιορισμένα κέρδη σε όρους τετραγωνικών χιλιομέτρων, ο κύριος στόχος τους είναι να εξαντλήσουν τον ουκρανικό στρατό και τη βούληση της χώρας να πολεμήσει.
Μετά από τρεισήμισι χρόνια αμείλικτου πολέμου, οι ουκρανικές δυνάμεις είναι κουρασμένες, λιγότερες σε αριθμό και δυσαρεστημένες με τους δικούς τους στρατηγούς. Ωστόσο, συνεχίζουν να αντιστέκονται. Και η φύση του πολέμου, με τα drones να κυριαρχούν όλο και περισσότερο, ευνοεί την άμυνα έναντι της επίθεσης.
«Δεν βλέπω τον ουκρανικό στρατό να καταρρέει. Αλλά σε αρκετά μακροπρόθεσμο ορίζοντα, θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου, αν η Ουκρανία δεν καταφέρει να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της όσον αφορά τη δημιουργία και τη διαχείριση δυνάμεων, μπορεί να μην ηττηθεί στο πεδίο της μάχης, αλλά θα εξαντληθεί ολοένα και περισσότερο», δήλωσε ο Μάικλ Κόφμαν, στρατιωτικός εμπειρογνώμονας στο Carnegie Endowment for International Peace, ένα think tank με έδρα την Ουάσινγκτον.
Τα πλεονεκτήματα της Ρωσίας σε πληθυσμό, αριθμό στρατευμάτων και οικονομικούς πόρους κάνουν την πολεμική της προσπάθεια να φαίνεται πιο βιώσιμη από αυτή της Ουκρανίας, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές. «Ωστόσο, η ιστορία αυτού του πολέμου δείχνει ότι η Ουκρανία έχει αποδείξει την προσαρμοστικότητα και την ανθεκτικότητά της», επεσήμανε ο Kofman.
Παρά τις αντιξοότητες, η Ουκρανία έχει βρει μέχρι στιγμής τρόπους να παρατείνει την αντίστασή της και να διατηρήσει ρευστό το αποτέλεσμα του πολέμου.
Πηγή: skai.gr