Το καλοκαίρι του 2024 η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνιζε ότι «οι αγρότες μας διαμορφώνουν το πρόσωπο της Ευρώπης» και εγγυώνται την επισιτιστική της ασφάλεια. Στα τέλη όμως του 2025, το μήνυμα από τις Βρυξέλλες ήταν διαφορετικό: «δεν υπάρχει σημαντικότερη πράξη για την ευρωπαϊκή άμυνα από τη στήριξη της ουκρανικής άμυνας». Την ώρα που τα ευρωπαϊκά άρματα δοκιμάζονται στα ουκρανικά πεδία μάχης, τα τρακτέρ των αγροτών πλημμυρίζουν το κέντρο της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, αποτυπώνοντας μια βαθιά σύγκρουση προτεραιοτήτων.
Για να γίνει κατανοητό το σκηνικό, αρκεί να εξεταστούν τρεις εξελίξεις που εκτυλίσσονται παράλληλα. Πρώτον, στις 18 Δεκεμβρίου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τη χορήγηση δανείου ύψους 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία για τα έτη 2026-2027, μέσω δανεισμού της ΕΕ από τις αγορές. Σε περίπτωση που η Ρωσία δεν καταβάλει αποζημιώσεις, η Ένωση διατηρεί το δικαίωμα να αξιοποιήσει παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία για την αποπληρωμή του χρέους.
Δεύτερον, αναβλήθηκε για τις αρχές του 2026 η υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας ΕΕ–Mercosur, έπειτα από έντονες πιέσεις κρατών-μελών –με προεξάρχουσες τη Γαλλία και την Ιταλία– που ζητούν χρόνο για να κατευνάσουν τις ανησυχίες των αγροτών. Η συμφωνία προβλέπει ευρύτερο άνοιγμα αγορών, με μείωση δασμών για το 91% των ευρωπαϊκών εξαγωγών, αλλά και αυξημένη πρόσβαση νοτιοαμερικανικών αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ.
Τρίτον, η Κομισιόν προωθεί έναν νέο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό, σχεδιασμένο να απαντά ταυτόχρονα σε πολέμους, ανταγωνιστικότητα και επισιτιστική επάρκεια. Όμως, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) συρρικνώνεται διαχρονικά: από περίπου 37,6% του προϋπολογισμού την περίοδο 2014–2020, στο 32% την περίοδο 2021–2027 και σε μόλις 15% στο προσχέδιο για το 2028–2034. Επιπλέον, τα κονδύλια της ΚΑΠ παύουν να αποτελούν ξεχωριστό «κουμπαρά», ενσωματώνονται σε ευρύτερα εθνικά πακέτα και χάνουν την προβλεψιμότητα που είχαν για τους παραγωγούς.
Οι αγρότες βλέπουν τη συμφωνία με τη Mercosur ως απειλή: φοβούνται ότι η ευρωπαϊκή αγορά θα κατακλυστεί από φθηνά προϊόντα που δεν πληρούν τα αυστηρά –και κοστοβόρα– ευρωπαϊκά πρότυπα. Παράλληλα, αμφισβητούν τις διαβεβαιώσεις των Βρυξελλών για περιβαλλοντικές εγγυήσεις, ιδίως ως προς την προστασία του Αμαζονίου. Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες όπως η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Πολωνία εμφανίζονται ανοιχτά επιφυλακτικές.
Την ίδια στιγμή, νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες έρχονται στο προσκήνιο. Το Ταμείο Ανταγωνιστικότητας ενισχύεται με 409 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 131 δισ. κατευθύνονται στην άμυνα. Ως ποσοστό του προϋπολογισμού, οι αμυντικές δαπάνες εκτοξεύονται από το 1,6% το 2014 στο 7,4% στο νέο σχέδιο. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι οι μικρότερες χώρες δύσκολα θα επωφεληθούν, καθώς τα κονδύλια ευνοούν τα ήδη ισχυρά οικοσυστήματα έρευνας και βιομηχανίας των μεγάλων κρατών.
Όπως σημειώνουν οι Financial Times, η αγροτική αντίδραση ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη. Ο πρόεδρος της Copa, Μαξιμιλιάνο Τζιανσάντι, προειδοποιεί ότι η Ευρώπη απομακρύνεται από έναν προϋπολογισμό ικανό να στηρίξει την πρωτογενή παραγωγή και να διασφαλίσει επισιτιστική αυτάρκεια.
Η ειρωνεία, όπως υπογραμμίζουν πολλοί αγρότες, είναι εμφανής: η ενεργειακή ακρίβεια που τους πιέζει συνδέεται άμεσα με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις γεωπολιτικές επιλογές της ίδιας της Ευρώπης. Έτσι, οι πολεμικές και γεωστρατηγικές προτεραιότητες των Βρυξελλών μοιάζουν να απομακρύνονται από τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών – μια απόσταση που σήμερα μετριέται όχι σε λόγια, αλλά στις μεγάλες ρόδες των τρακτέρ που κατέκλυσαν τους ευρωπαϊκούς δρόμους.