Οι πρωθυπουργοί φεύγουν, τα προβλήματα μένουν - Αβέβαιο το μέλλον της Γαλλίας

 
γαλλια

Πηγή Φωτογραφίας: REUTERS - Abdul Saboor

Ενημερώθηκε: 08/09/25 - 22:32

Πολύπειροι πολιτικοί, με βαρύ βιογραφικό και μακρά προϋπηρεσία, αποχωρούν «ηττημένοι», ο ένας μετά τον άλλο, σημειώνοντας αρνητικά ρεκόρ. Ο 74χρονος Φρανσουά Μπαϊρού άντεξε μόλις εννέα μήνες στην πρωθυπουργία της Γαλλίας.

Στην ίδια «ηλεκτρική καρέκλα» είχε προηγουμένως βρεθεί ο επίσης 74χρονος Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος όμως άντεξε μόλις τρεις μήνες, πέντε λιγότερους από τον προκάτοχό του, τον 36χρονο Γκραμπριέλ Ατάλ, που είχε αντέξει οχτώ.  

Οπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Μπαϊρού δεν εξασφάλισε σήμερα την ψήφο εμπιστοσύνης που αποζητούσε προκειμένου να επιβιώσει η ίδια και να διασώσει τον προϋπολογισμό του 2026.

Οι δημοσιονομικές «πληγές» που δεν κλείνουν 

Ο Φρανσουά Μπαϊρού, ως εκλεκτός του προέδρου Μακρόν, βρέθηκε να προωθεί έναν προϋπολογισμό ο οποίος όμως απορρίπτεται κατηγορηματικά από τα κόμματα της γαλλικής αντιπολίτευσης που έχουν την πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση των 577 εδρών. Για να τον υπερασπιστεί, ο 74χρονος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, κόντρα στην κόντρα, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει διογκούμενους δημοσιονομικούς πονοκεφάλους όπως είναι εκείνοι του δημόσιου χρέους (των 3,3 τρισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 114% του γαλλικού ΑΕΠ), της εξυπηρέτησης αυτού του χρέους (που απορροφά περίπου το 7% του γαλλικού ΑΕΠ) και του ελλείμματος (που άγγιξε πέρυσι το 5,8% του ΑΕΠ κινούμενο πάνω από το ευρωπαϊκό όριο του 3%), ο Μπαϊρού πρότεινε περικοπές ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ στις δημόσιες δαπάνες. Στο ίδιο πλαίσιο, ζήτησε μεταξύ άλλων να καταργηθούν και δύο αργίες.

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία τον καταψήφισε και τώρα εκείνος – ή μάλλον και εκείνος – φεύγει πρόωρα, αφήνοντας όμως πίσω του άλυτα όλα όσα παρέλαβε: το διογκούμενο χρέος, το υπερβολικό έλλειμμα, το πολυδιασπασμένο κοινοβούλιο και μια χώρα σε διαρκή αναζήτηση κυβερνησιμότητας.

Πώς μας επηρεάζουν όμως, εάν μας επηρεάζουν, εμάς όλα αυτά;

Το γαλλικό γεωπολιτικό εκτόπισμα 

Η Γαλλία ξεχωρίζει ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στην ευρωζώνη (κάτω από τη γερμανική), αλλά και ως η μεγαλύτερη αμυντική/πυρηνική δύναμη σήμερα στην Ευρώπη. Ξεχωρίζει, επίσης, ως ο βασικός πυλώνας μεταξύ όσων επιλέγουν να μιλούν για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία σε μια περίοδο ευρωπαϊκού επανεξοπλισμού (ReArm Europe/Readiness 2030/SAFE) και ευρύτερων (λόγω Τραμπ) διατλαντικών ανακατατάξεων. Παράλληλα, είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (το μοναδικό από την Ε.Ε. στον απόηχο του Brexit), πυρηνική δύναμη ισχυρότερη από τη Βρετανία, αλλά και η χώρα με τη δεύτερη μεγαλύτερη ΑΟΖ στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, μια χώρα που διαθέτει ισχυρότατη αμυντική βιομηχανία (βλ. Thales, Dassault, Safran, Naval Group αλλά και Airbus) και βάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό.

Σε αντίθεση δε με τις ΗΠΑ (αλλά και με την Τουρκία), η Γαλλία έχει κυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), γεγονός το οποίο όμως έχει σημασία για τις χώρες που έχουν επενδύσει διπλωματικό/διεθνοπολιτικό κεφάλαιο στην UNCLOS όπως είναι η Ελλάδα.

H Γαλλία έχει, με άλλα λόγια, ένα πολυεπίπεδο εκτόπισμα το οποίο εκ των πραγμάτων επηρεάζει τις διεθνείς εξελίξεις, είτε με την παρουσία του (μέσα από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες όπως ήταν, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης – European Intervention Initiative EI2), είτε δια της απουσίας του (έπειτα από το τέλος της γαλλικής στρατιωτικής Επιχείρησης Barkhane το 2022 και την αποχώρηση των Γάλλων από το Σαχέλ).

Αξιοποιώντας το εν λόγω εκτόπισμα, το Παρίσι βρέθηκε πρόσφατα να (επανα)προωθεί τη λύση των δύο κρατών στο μέτωπο του Παλαιστινιακού (βλ. Διακήρυξη της Νέας Υόρκης). Κι αυτό, ενόψει της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών που αναμένεται πριν από τα τέλη Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ.

Πολλοί καθησυχάζουν, υποστηρίζοντας η γαλλική εξωτερική και αμυντική πολιτική περνά κυρίως μέσα από το Μέγαρο των Ηλυσίων και ότι, ως εκ τούτου, αυτή δεν επηρεάζεται από τις συνεχείς αλλαγές πρωθυπουργών. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η ρευστότητα του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού δεν μπορεί παρά να γεννά αποσπάσεις, συγχύσεις και αβεβαιότητα.

Οι ανταγωνιστές που τρίβουν τα χέρια τους

Διόλου τυχαία, υπάρχουν ξένες ηγεσίες (όπως η τουρκική υπό τον Ερντογάν) που αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά τη Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν και που, σε αυτό το πλαίσιο, τώρα θα μπορούσαν να επιχαίρουν βλέποντας τον Γάλλο πρόεδρο να «ζορίζεται» εντός των γαλλικών συνόρων. Παράλληλα, υπάρχουν και ξένες πολιτικές δυνάμεις (της άκρας δεξιάς αλλά και της άκρας αριστεράς) που θα ήθελαν να αντλήσουν τώρα νέα δυναμική από το «παράδειγμα» της ανόδου των πολιτικών αντιπάλων του Μακρόν, είτε μιλάμε για το ακροδεξιό δίδυμο του Εθνικού Συναγερμού (RN) των Λεπέν και Μπαρντελά, είτε για την αριστερά της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI) του Ζαν Λικ Μελανσόν.       

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο πολιτικών εξελίξεων ωστόσο, αναδύονται πια πρωτοφανείς καταστάσεις που δεν γίνεται παρά να επηρεάζουν τα γαλλικά κέντρα λήψης αποφάσεων στον δρόμο προς τις επόμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές που -εκτός μεγάλου απροόπτου- αναμένονται το 2027.

Τα σενάρια για τον επόμενο πρωθυπουργό

Οταν ο πρόεδρος Μακρόν πήρε το πολιτικό ρίσκο και οδήγησε τη Γαλλία σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές το καλοκαίρι του 2024, έπειτα από το πικρό για τον ίδιο προσωπικά και το κόμμα του εκλογικό «στραπάτσο» των ευρωεκλογών, πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Γκαμπριέλ Ατάλ. Ωστόσο έκτοτε, από το καλοκαίρι του 2024 και έπειτα, η Γαλλία άλλαξε τρεις πρωθυπουργούς (Γκαμπριέλ Ατάλ, Μισέλ Μπαρνιέ, Φρανσουά Μπαϊρού) και πλέον ετοιμάζεται για τον τέταρτο.

Ποιος θα μπορούσε να είναι ο επόμενος; Ηδη έχουν δει το φως της δημοσιότητας ονόματα όπως είναι εκείνα του υπουργού Ενόπλων Δυνάμεων Σεμπαστιάν Λεκορνί, του υπουργού Δικαιοσύνης Ζεράλντ Νταρμανέν, της υπουργού Εργασίας/Υγείας Κατρίν Βοτρέν και του ΥΠΟΙΚ Ερίκ Λομπάρ (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είχε συμπράξει με τους Σοσιαλιστές ως σύμβουλος τη δεκαετία του 1990).

Γιατί, όμως, να επιτύχει ο (όποιος) επόμενος, εκεί όπου απέτυχαν οι προηγούμενοι;  

Στην προκειμένη περίπτωση, το πρόβλημα προφανώς δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τα πρόσωπα αλλά με το πλαίσιο της πολιτικής και τους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, όπως εκείνοι διαμορφώνονται πια έπειτα από οχτώ χρόνια μακρονικής προεδρίας, με φόντο ένα πρωτοφανώς πολυδιασπασμένο κοινοβούλιο (όπου καμία κοινοβουλευτική ομάδα δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία), μια κυβέρνηση μειοψηφίας που κομίζει αντιδημοφιλείς περικοπές (αν και μειοψηφούσα) και ένα επίσης πολυδιασπασμένο διεθνές περιβάλλον διογκούμενων προκλήσεων, ενώ και ο ίδιος ο Μακρόν οδεύει πια προς την έξοδο αφού δεν θα έχει το δικαίωμα να θέσει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία στις επόμενες εκλογές που είναι κανονικά προγραμματισμένες για το 2027.

Ο Ατάλ ήταν πολύ διαφορετικός σε σχέση με τον Μπαρνιέ, ως ο νεότερος σε ηλικία πρωθυπουργός στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, εν αντιθέσει με τον Μπαρνιέ που ήταν ο γηραιότερος όταν ανέλαβε το 2024. Το κοινό τους είναι, ωστόσο, ότι και οι δύο οδηγήθηκαν στην έξοδο, έπειτα από ένα διάστημα μόλις ολίγων μηνών.

Αντικρουόμενες διαθέσεις 

Εν έτει 2025 πια, η γαλλική αντιπολίτευση -όχι στο σύνολό της παρά μόνο ένα μέρος αυτής- θα ήθελε να δει τη χώρα να επιστρέφει πρόωρα στις κάλπες, όχι μόνο τις βουλευτικές αλλά και τις προεδρικές, εάν ο Μακρόν οδηγηθεί σε πρόωρη παραίτηση. Ο 47χρονος Γάλλος πρόεδρος επιμένει να απορρίπτει τα εν λόγω σενάρια, επαναλαμβάνοντας την πρόθεσή του να παραμείνει στην εξουσία ως το 2027. Ωστόσο, ακόμη και όσοι θεωρούν αναπόφευκτη μια νέα προσφυγή στις (βουλευτικές) κάλπες, υπογραμμίζουν το ορατό ενδεχόμενο η επόμενη βουλή να είναι περίπου ίδια με την προηγούμενη από πλευράς συσχετισμών. Με άλλα λόγια, εάν δεχθούμε ως δεδομένο το εν λόγω σενάριο, η πολυδιάσπαση έχει έρθει για να μείνει και οι γαλλικές πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να μάθουν να ζουν και να πολιτεύονται με αυτήν, χωρίς σαφείς κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, στον δρόμο προς τις επόμενες προεδρικές του 2027.

Προοπτικές διεξόδου 

Τι θα μπορούσε, άραγε, να βγάλει τη Γαλλία από το νέο κυβερνητικό αδιέξοδο; Οι Σοσιαλιστές του Ολιβιέ Φορ θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να «διασώσουν» την όποια νέα κυβέρνηση, εάν όμως ο Μακρόν επιλέξει έναν πρωθυπουργό που θα προέρχεται μέσα από τις δικές τους τάξεις. Ενδεικτικά, έχουν ακουστεί τα ονόματα του πρώην πρωθυπουργού Μπερνάρ Καζνέβ, του πρώην ΥΠΟΙΚ και Ευρωπαίου Επιτρόπου Πιέρ Μοσκοβισί, αλλά και του ιδίου του Φορ. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε, ωστόσο, την αντίδραση των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών, τους οποίους επίσης χρειάζεται ο Μακρόν για να κυβερνήσει, αλλά και από την άλλη πλευρά, την αντίδραση της Αριστεράς η οποία συμπορεύεται τα τελευταία χρόνια με τους Σοσιαλιστές στο πλαίσιο του αντιπολιτευόμενου Νέου Λαϊκού Μετώπου (Nouveau Front Populaire – NFP). 

Διαδηλώσεις διαμαρτυρίας 

Το μόνο σίγουρο πια, με τα σημερινά δεδομένα, είναι ότι ο Μπαϊρού φεύγει ενώ οι Γάλλοι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στους δρόμους με ορίζοντα τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και τις απεργιακές κινητοποιήσεις που έχουν προγραμματιστεί για τις 10 και τις 18 Σεπτεμβρίου αντίστοιχα.   

Πηγή: kathimerini.gr

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ