Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, συνεδρίασε κατόπιν αιτήματος των ευρωπαϊκών κρατών-μελών (Ελλάδα, Γαλλία, Ην. Βασίλειο, Δανία) και της Αλγερίας με επίκεντρο την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα και την προστασία των εργαζομένων στην ανθρωπιστική βοήθεια.
Ο Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για Ανθρωπιστικά Θέματα και Συντονιστής Έκτακτης Ανάγκης Τομ Φλέτσερ ξεκίνησε την παρέμβασή του στο Συμβούλιο Ασφαλείας κάνοντας αυστηρή κριτική στη διεθνή κοινότητα για τη Γάζα, προειδοποιώντας ότι «στο μέλλον θα μας ρωτούν τι κάναμε για να σταματήσουμε αυτήν τη φρίκη. Και ίσως αρκετοί απαντήσουν με τα κενά λόγια: “κάναμε ό,τι μπορούσαμε”».
Κατηγόρησε απερίφραστα το Ισραήλ ότι «επιβάλλει συνειδητά και απροκάλυπτα απάνθρωπες συνθήκες στους αμάχους, σημειώνοντας ότι εδώ και πάνω από 10 εβδομάδες «δεν έχει επιτραπεί η είσοδος ούτε φαγητού, ούτε φαρμάκων, ούτε νερού ή σκηνών στη Γάζα». Πάνω από 70% του εδάφους της Γάζας είναι πλέον ζώνη επιχειρήσεων ή υπό εντολή εκκένωσης, ανέφερε και τόνισε ότι «κάθε ένας από τους 2,1 εκατομμύρια κατοίκους της Γάζας κινδυνεύει από λιμό. «Ένας στους πέντε λιμοκτονεί», ανέφερε.
Ο κ. Φλέτσερ κάλεσε το Συμβούλιο να επιτρέψει στους εργαζόμενους στην ανθρωπιστική βοήθεια «να κάνουν τη δουλειά τους», τονίζοντας ότι «έχουν σχέδιο, προμήθειες στα σύνορα και αποδεδειγμένη δυνατότητα παράδοσης. Μπορούμε να σώσουμε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους».
Κατηγόρησε το Ισραήλ ότι «αρνείται την πρόσβαση, θέτοντας ως προτεραιότητα την απομάκρυνση του πληθυσμού της Γάζας αντί για τις ζωές των αμάχων», ενώ υπενθύμισε ότι Ισραηλινοί υπουργοί «καυχώνται» για τον αποκλεισμό.
Ασκώντας έντονη κριτική στο ισραηλινό μοντέλο διανομής βοήθειας, δήλωσε ότι «δεν είναι η απάντηση», διότι αποκλείει «άτομα με αναπηρίες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και τραυματίες», αναγκάζει σε «περαιτέρω μετακινήσεις», «εκθέτει σε κίνδυνο χιλιάδες», και «κάνει τη βοήθεια διαπραγματευτικό χαρτί».
Ο κ. Φλέτσερ ανέφερε πως το Ισραήλ έχει συναντηθεί 12 φορές με τον ΟΗΕ, αλλά δεν αποδέχεται τους ελάχιστους όρους για ουδέτερη και χωρίς διακρίσεις διανομή. Υπενθύμισε ότι «ο ΟΗΕ έχει σαφώς καταδικάσει την πείνα ως μέθοδο πολέμου» και επικαλέστηκε τις σχετικές διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και του Ψηφίσματος 2417.
Τόνισε ότι ο ΟΗΕ έχει υπάρξει «ο μόνος διεθνής πολιτικός φορέας στη Γάζα» και προειδοποίησε ότι «το Διεθνές Δικαστήριο εξετάζει τώρα αν συντελείται γενοκτονία, αλλά θα είναι πολύ αργά».
Κατηγόρησε επίσης το Συμβούλιο Ασφαλείας ότι έχει στα χέρια του τις αποδείξεις «έχει τις πληροφορίες και τώρα θα κρίνει η Ιστορία».
Ο Έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης εξέφρασε ανησυχία για τον συνεχιζόμενο αποκλεισμό της Γάζας και την επιδείνωση της ανθρωπιστικής κατάστασης στα υπόλοιπα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και ζήτησε την προστασία των αμάχων και των εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις σύμφωνα με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο.
Τόνισε ότι κάθε προτεινόμενο σχέδιο βοήθειας πρέπει να τηρεί τις βασικές αρχές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και υπογράμμισε τη σημασία των διαπραγματεύσεων με στόχο τη μόνιμη και βιώσιμη κατάπαυση του πυρός και την απελευθέρωση όλων των ομήρων.
Επίσης, ανέφερε ότι η Διάσκεψη του Ιουνίου για τη Γάζα αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την αναζωογόνηση της πολιτικής διαδικασίας προς την κατεύθυνση της λύσης των δύο κρατών, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο Ισραηλινός Μόνιμος Αντιπρόσωπος πρέσβης Ντάνι Ντανόν που συμμετείχε στη συνεδρίαση τόνισε ότι “η ανθρωπιστική βοήθεια δεν θα φτάνει πλέον στα χέρια της Χαμάς” και άσκησε δριμεία κριτική στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες.
“Αντί να παραδεχτεί ότι το υπάρχον σύστημα διανομής έχει αποτύχει, ο ΟΗΕ επιμένει στη διατήρηση του αγωγού ανεφοδιασμού της Χαμάς. Αυτό δεν είναι ουδετερότητα – αυτό είναι υποστήριξη της τρομοκρατίας. Το Ισραήλ δεν θα συνεργαστεί με έναν μηχανισμό που ενισχύει αυτούς που απήγαγαν, δολοφόνησαν, βίασαν και βασάνισαν τους πολίτες μας”.
Ο κ. Ντανόν αναφέρθηκε στην επιστροφή του ομήρου Εντάν Αλεξάντερ μετά από σχεδόν 600 ημέρες αιχμαλωσίας. “Ο Εντάν υπέστη σοβαρά βασανιστήρια. Ήταν κλειδωμένος σε ένα κλουβί, αλυσοδεμένος και λιμοκτονούσε. Αυτή είναι η πραγματικότητα της αιχμαλωσίας από τη Χαμάς και δεν μπορεί να επαναληφθεί”.
Υπενθύμισε επίσης τη συγκινητική κατάθεση του Έλι Σαράμπι στο Συμβούλιο Ασφαλείας τον Μάρτιο.
“Ο Έλι είδε με τα ίδια του τα μάτια πακέτα βοήθειας του ΟΗΕ να εισέρχονται σε σήραγγες της Χαμάς. Είδε τους τρομοκράτες να τρώνε σαν βασιλιάδες, ενώ αυτός και άλλοι όμηροι λιμοκτονούσαν. Αυτό δεν είναι βοήθεια. Είναι τροφοδότηση της τρομοκρατίας. Όσοι επιμένουν στη διατήρηση του παλιού μηχανισμού δεν προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα εγκαταλείπουν” σημείωσε.
Οι ΗΠΑ επανέλαβαν τη δέσμευση τους για την απελευθέρωση των ομήρων και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, αποδίδοντας πλήρως την ευθύνη για τη συνέχιση της σύγκρουσης στη Χαμάς.
«Η Χαμάς φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τον πόλεμο που εξαπέλυσε στις 7 Οκτωβρίου 2023», δήλωσε, καταδικάζοντας την άρνηση της οργάνωσης να αποδεχθεί επανειλημμένες προτάσεις κατάπαυσης του πυρός που θα οδηγούσαν στην απελευθέρωση των 58 εναπομεινάντων ομήρων.
Η Αναπλ. Μόνιμη Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ Ντόροθι Σέι εξήρε την επιστροφή του Αμερικανού πολίτη Εντάν Αλεξάντερ, τονίζοντας ότι ήταν αποτέλεσμα «των προσπαθειών του Προέδρου Τραμπ και της στρατιωτικής πίεσης του Ισραήλ στη Χαμάς». Υποστήριξε πως αν η Χαμάς είχε δεχθεί τις προτάσεις που ήδη είχε αποδεχθεί το Ισραήλ, «θα μπορούσε να υπάρχει νέα κατάπαυση του πυρός εδώ και εβδομάδες» και υπογράμμισε ότι «η σύγκρουση αυτή θα μπορούσε να τελειώσει αύριο, αν η Χαμάς απελευθέρωνε τους ομήρους, κατέθετε τα όπλα και έφευγε από τη Γάζα για πάντα».
Κατήγγειλε τη χρήση αμάχων ως ανθρώπινες ασπίδες από τη Χαμάς, χαρακτηρίζοντας την ως «αποτρόπαιη παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου», και δήλωσε ότι «η προστασία της Χαμάς από την απόδοση ευθυνών υπονομεύει την ασφάλεια του Ισραήλ και δεν προσφέρει τίποτα στη ζωή των Παλαιστινίων».
Η κ. Σέι επανέλαβε τη στήριξη των ΗΠΑ στο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και αναγνώρισε τα «βήματα που έχει κάνει το Ισραήλ για να αποφύγει ακούσια θύματα μεταξύ αμάχων», επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ «τάσσονται απερίφραστα υπέρ της προστασίας των αμάχων κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων».
Αναφερόμενη στην ανθρωπιστική βοήθεια, υπογράμμισε ότι «κανείς δεν θέλει να βλέπει Παλαιστινίους αμάχους στη Γάζα να πεινούν και να διψούν» και παρουσίασε το νέο μηχανισμό “Gaza Humanitarian Foundation”, έναν ανεξάρτητο φορέα παροχής βοήθειας που σχεδιάστηκε ώστε να «αποτρέπει την κλοπή, λεηλασία ή χειραγώγηση της βοήθειας από τη Χαμάς». Όπως είπε, έχουν ληφθεί μέτρα ώστε να αποτραπεί η εκτροπή της βοήθειας «από τη Χαμάς, την Ισλαμική Τζιχάντ και εγκληματικά δίκτυα», διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια του Ισραήλ.
Η κ. Σέι κάλεσε τα Ηνωμένα Έθνη, τις ανθρωπιστικές οργανώσεις και τη διεθνή κοινότητα να συνεργαστούν με το ίδρυμα, ώστε να διασφαλιστεί η άμεση παροχή βοήθειας στους αμάχους.
Κλείνοντας, προειδοποίησε ότι η Μέση Ανατολή αντιμετωπίζει μια κρίσιμη επιλογή: «Μπορεί να συνεχίσει να επιτρέπει στο Ιράν και τους πληρεξούσιους του, όπως η Χαμάς, να υπαγορεύουν το μέλλον της περιοχής ή μπορεί να επιλέξει μια πορεία προς ένα καλό μέλλον για όλους τους λαούς της».
Μέτρα αντιμετώπισης ανθρωπιστικών προκλήσεων και πολιτικός διάλογος χωρίς αποκλεισμούς
Παράλληλα συνεδρίασε και για την κατάσταση στην Υεμένη υπό την προεδρία της Ελλάδας.
Ο Ειδικός Απεσταλμένος του ΟΗΕ στην Υεμένη Χανς Γκρούντμπεργκ χαιρέτισε την «ανακοίνωση παύσης των εχθροπραξιών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Χούθι (Ansar Allah) στις 6 Μαΐου» ως ένα «σημαντικό και αναγκαίο βήμα αποκλιμάκωσης» στην Ερυθρά Θάλασσα και την Υεμένη, τονίζοντας τον καθοριστικό ρόλο του Ομάν στη μεσολάβηση.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «η Υεμένη παραμένει εγκλωβισμένη στις ευρύτερες περιφερειακές εντάσεις», αναφερόμενος στην επίθεση των Χούθι στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν στις 4 Μαΐου και τα ισραηλινά πλήγματα σε Χοντάιντα και Σαναά. «Πρόκειται για επικίνδυνη κλιμάκωση», ανέφερε, ζητώντας από όλα τα μέρη να «σεβαστούν το διεθνές δίκαιο και να προστατεύσουν τους αμάχους και τις υποδομές».
Εξήγησε ότι η Υεμένη αντιμετωπίζει «βαθιά δυσπιστία μεταξύ των μερών και σχεδόν πλήρη οικονομική κατάρρευση» και εντεινόμενη ανθρωπιστική κρίση. Ανέφερε ότι το νόμισμα συνέχισε να υποτιμάται, ξεπερνώντας τις 2.500 ριάλ ανά δολάριο, ενώ «στο ‘Αντεν καταγράφονται διακοπές ρεύματος έως και 15 ώρες ημερησίως και πλήρες μπλακ-άουτ στις γειτονικές επαρχίες Λαχτζ και Αμπιάν για πάνω από δύο εβδομάδες».
Κατήγγειλε ότι σε περιοχές που ελέγχουν οι Χούθι, οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμένουν απλήρωτοι, η φυσική κατάσταση του χρήματος επιδεινώνεται και υπάρχει καταστολή της Κοινωνίας των Πολιτών καταστέλλεται. «Καθώς οι πολίτες δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα βασικά, οι φωνές της κοινωνίας φιμώνονται», δήλωσε.
Ο κ. Γκρούντμπεργκ υπογράμμισε ότι «η γενικευμένη οικονομική παρακμή καθιστά επιτακτική την ύπαρξη πολιτικής διαδικασίας», προσθέτοντας ότι «η απουσία πραγματικής ειρήνης δεν μπορεί να καλυφθεί από τη σχετική σταθερότητα των μετώπων» και επέμεινε ότι η «Υεμένη εξακολουθεί να χρειάζεται εκεχειρία, οικονομική ανάκαμψη και μια χωρίς αποκλεισμούς πολιτική διαδικασία για να προχωρήσει».
Ο ίδιος προέβη σε διπλωματικές επαφές με τα μέρη και την περιφερειακή κοινότητα στο Ριάντ και τη Μουσκάτ, μεταφέροντας αυτό το μήνυμα. Υπενθύμισε ότι «τα μέρη έχουν ήδη δεσμευθεί» σε έναν οδικό χάρτη που περιλαμβάνει «εκεχειρία σε εθνικό επίπεδο, μέτρα αντιμετώπισης επειγουσών οικονομικών και ανθρωπιστικών προκλήσεων και έναν πολιτικό διάλογο χωρίς αποκλεισμούς».
Έθεσε ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της αυθαίρετης κράτησης υπαλλήλων του ΟΗΕ και ΜΚΟ από τους Χούθι, χαρακτηρίζοντάς τη ως «σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου» με ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή ανθρωπιστική παρουσία. Ενώ χαιρέτισε τις πρόσφατες αποφυλακίσεις εργαζομένων της Ολλανδικής Πρεσβείας και άλλων οργανισμών, ανέφερε ότι «καλεί ευθέως τους Χούθι να αλλάξουν πορεία και να απελευθερώσουν άμεσα και χωρίς προϋποθέσεις όλους τους κρατούμενους».
Απευθυνόμενος στον λαό της Υεμένης διαβεβαίωσε πως ο ΟΗΕ «δεν θα παραιτηθεί από την επιδίωξη μιας δίκαιης, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμης ειρήνης».
«Η συλλογική παγκόσμια κοινότητα ανέθεσε σε εσάς την κύρια ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας – και αυτό ισχύει ειδικά για την Υεμένη» ανέφερε απευθυνόμενος στο Συμβούλιο Ασφάλειας.
Ο Αναπλ. Γενικός Γραμματέας για Ανθρωπιστικές Υποθέσεις Τομ Φλέτσερ καταδίκασε την «αυθαίρετη κράτηση» υπαλλήλων του ΟΗΕ και ΜΚΟ, καλώντας όλα τα κράτη-μέλη να πιέσουν για την άμεση απελευθέρωση τους.
Τόνισε όμως ότι «η Υεμένη δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο» και ότι η ανθρωπιστική κρίση επιδεινώνεται, ιδίως για τα παιδιά. «Το 50% των παιδιών είναι υποσιτισμένα. Από αυτά, 600.000 βρίσκονται σε σοβαρή κατάσταση», ανέφερε.
Επιπλέον, το 20% των παιδιών κάτω του ενός έτους «δεν έχει εμβολιαστεί καθόλου, το οποίο είναι ένα από τα χειρότερα ποσοστά παγκοσμίως». Καθώς η χολέρα και η ιλαρά αυξάνονται ραγδαία, «η Υεμένη κατέγραψε το 2024 το ένα τρίτο των παγκόσμιων κρουσμάτων χολέρας και το 18% των σχετικών θανάτων».
Η κρίση πλήττει επίσης «1,4 εκατομμύρια έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες», ενώ συνολικά «9,6 εκατομμύρια γυναίκες και κορίτσια έχουν επείγουσα ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια».
Ήδη «400 δομές υγείας – μεταξύ αυτών 64 νοσοκομεία – απειλούνται με αναστολή λειτουργίας, επηρεάζοντας 7 εκατομμύρια ανθρώπους». Η χρηματοδότηση για «700 μαίες εξαντλείται», ενώ 20 κέντρα και 2.200 προγράμματα θεραπείας υποσιτισμού έχουν ήδη κλείσει, στερώντας φροντίδα από 350.000 παιδιά και μητέρες.
Επισήμανε ότι τα κενά παροχής τροφίμων και υλικών «θα ξεκινήσουν από τον Ιούνιο ή Ιούλιο – ακριβώς όταν η υποσιτιστική κρίση θα κορυφωθεί». Παράλληλα, σχεδόν «1 εκατομμύριο γυναίκες και κορίτσια έχουν χάσει την πρόσβαση σε ασφαλείς χώρους και υπηρεσίες υποστήριξης ατόμων έμφυλης βίας».
Αναφερόμενος στη βία, δήλωσε ότι «σχεδόν 1.000 πολίτες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί από την αρχή του έτους», ιδίως μετά την επανέναρξη αεροπορικών επιδρομών τον Μάρτιο. Κατήγγειλε ότι επλήγησαν «λιμάνια, αεροδρόμια, σταθμοί ηλεκτροδότησης και κρίσιμες υποδομές», ζητώντας «σεβασμό στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και προστασία των αμάχων».
«Στις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, ομάδες υγείας παρείχαν χειρουργική υποστήριξη σε οκτώ επαρχίες, χορηγήθηκε βοήθεια σε 28.000 άτομα, και εγκαταστάθηκαν νέα δίκτυα νερού στην πόλη Μαρίμπ» σημείωσε. Από την αρχή του 2025, σχεδόν 150 εταίροι του ΟΗΕ παρείχαν βοήθεια σε 333 περιοχές της Υεμένης. «5 εκατομμύρια άνθρωποι έλαβαν τρόφιμα, 1,2 εκατομμύρια καθαρό νερό και 154.000 παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο» ανέφερε.
Ο κ. Φλέτσερ «ένα παιδί μπορεί να αναρρώσει από τον υποσιτισμό, μόνο για να υποτροπιάσει επειδή η οικογένεια του δεν έχει καθαρό νερό». Υπογράμμισε ότι «οι άνθρωποι της Υεμένης χρειάζονται όχι μόνο βοήθεια, αλλά ειρήνη και την ευκαιρία να ξαναχτίσουν τις ζωές τους».
Ο Έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης τόνισε ότι ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών στην Υεμένη στερείται ακόμη και των θεμελιωδών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ζήτησε τον πλήρη σεβασμό των διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Καταδίκασε έντονα τη συνεχή παράνομη και αδικαιολόγητη κράτηση διπλωματικού προσωπικού, προσωπικού των Ηνωμένων Εθνών και ΜΚΟ και εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις από τους Χούθι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, δημοσιογράφων και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξέφρασε την αμέριστη υποστήριξή του προς τον Απεσταλμένο του ΟΗΕ στην Υεμένη Χανς Γκρούντμπεργκ και στις προσπάθειές του για την αναζωογόνηση του ειρηνευτικού διαλόγου στην Υεμένη.
Τόνισε ότι η Ελλάδα παραμένει αφοσιωμένη στη διασφάλιση της θαλάσσιας ασφάλειας και της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, μεταξύ άλλων μέσω της ναυτικής επιχείρησης της ΕΕ ASPIDES στην Ερυθρά Θάλασσα.