Το ρεπορτάζ της Washington Post σκιαγραφεί μια σκοτεινή εικόνα της ρωσικής κοινωνίας μετά από χρόνια πολέμου, αποκαλύπτοντας ότι πίσω από το θριαμβευτικό αφήγημα του Κρεμλίνου κυριαρχούν η εξάντληση, ο φόβος, οι απώλειες και η εσωτερική διάβρωση του κράτους.
Σκηνές από την περιοχή Ολχοβάτκα, όπου τραυματισμένοι στρατιώτες επιστρέφουν από το μέτωπο, αποτυπώνουν τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου. Πολλοί εμφανίζονται με σοβαρά τραύματα και ακρωτηριασμούς, καταγγέλλοντας ότι εξαπατήθηκαν από την κρατική προπαγάνδα. Νεαρός στρατιώτης δηλώνει πως «η τηλεόραση λέει ψέματα», αποκαλύπτοντας ότι από τη μονάδα των 110 ανδρών του μόνο δέκα έχουν επιβιώσει. Το ρεπορτάζ σημειώνει ότι τέτοιες φωνές δυσαρέσκειας αποτελούν πλέον συνηθισμένο φαινόμενο.
Παράλληλα, η δημοσιογραφική έρευνα περιγράφει μια χώρα όπου το κράτος επιχειρεί να διατηρήσει τεχνητά την αίσθηση κανονικότητας, ενώ η κοινωνία βυθίζεται σταδιακά σε οικονομική κόπωση και ψυχολογική φθορά. Οι δυτικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούν ότι οι ρωσικές απώλειες ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο νεκρούς και τραυματίες – αριθμός που, ακόμη κι αν η Μόσχα δεν αναγνωρίζει, αποτυπώνεται στη σιωπή των επαρχιών, στους άδειους ανδρικούς πληθυσμούς και στη γενικευμένη κοινωνική κόπωση.
Σε μεθοριακές περιοχές όπως το Μπέλγκοροντ, ο πόλεμος έχει γίνει μέρος της καθημερινότητας. Συνεχείς επιθέσεις με drones, ζημιές σε κατοικίες και υποδομές και μια διάχυτη αίσθηση ότι το κέντρο εξουσίας στη Μόσχα δεν προστατεύει επαρκώς τους πολίτες, έχουν καλλιεργήσει πικρία και δυσπιστία.
Την ίδια στιγμή, το Κρεμλίνο επιχειρεί να ενισχύσει το «ηρωικό» αφήγημα του πολέμου, προσφέροντας προνόμια σε βετεράνους και τις οικογένειές τους: οικονομικά επιδόματα, κοινωνική αναγνώριση, δημόσιες τιμές. Ωστόσο, το ρεπορτάζ υπογραμμίζει ότι αυτή η προσπάθεια συνοδεύεται από σκοτεινές παρενέργειες. Η επιστροφή τραυματισμένων, ψυχικά καταπονημένων στρατιωτών έχει ήδη συνδεθεί με αύξηση εγκληματικότητας και περιστατικών κοινωνικής βίας, ενώ ειδικοί προειδοποιούν ότι η «μεταπολεμική κρίση ψυχικής υγείας» μόλις αρχίζει.
Ταυτόχρονα, το καθεστώς εντείνει την καταστολή. Δεν στοχοποιούνται πλέον μόνο αντικαθεστωτικοί ή μέλη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινοτήτων, αλλά ακόμα και σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές της εισβολής, όπως μπλόγκερ και στρατιωτικοί σχολιαστές που ασκούν κριτική στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Νέα μέτωπα ανοίγουν ακόμα και κατά εφήβων: αναφέρονται περιπτώσεις νεαρών που συλλαμβάνονται για αντιπολεμικές εκδηλώσεις ή καλλιτεχνικές δράσεις, γεγονός που αποκαλύπτει έναν ολοένα πιο ανελαστικό μηχανισμό ελέγχου.
Σύμφωνα με αναλυτές που παραθέτει η εφημερίδα, η Ρωσία μοιάζει πλέον μια κοινωνία διαιρεμένη: από τη μία πλευρά, όσοι ζουν άμεσα τον πόλεμο – στρατιώτες, οικογένειες, περιοχές κοντά στα σύνορα· από την άλλη, τμήματα της κοινωνίας που προσπαθούν να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση κανονικότητας, σιωπώντας ή αποφεύγοντας να κοιτάξουν την πραγματικότητα.
Το συμπέρασμα του ρεπορτάζ είναι πως, ακόμη κι αν ο πόλεμος τελειώσει στρατιωτικά, οι βαθιές κοινωνικές πληγές που έχει ανοίξει στο εσωτερικό της Ρωσίας θα χρειαστούν χρόνια για να επουλωθούν — εάν επουλωθούν ποτέ.