Ο προσωρινός αυτοανακηρυγμένος πρόεδρος της Συρίας, Άχμεντ αλ-Σάρα (γνωστός παλαιότερα ως Αμπού Μοχάμαντ αλ-Τζολάνι, στέλεχος της Αλ Κάιντα), παρουσιάζει τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από την Μουσουλμανική Αδελφότητα ή το ISIS.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με αναλυτές όπως η αιγύπτια Dalia Ziada, εγκαινιάζει μια νέα, ακόμη πιο επικίνδυνη ιδεολογική κατεύθυνση: τον «νεο-τζιχαντισμό».
Όπως σημειώνεται σε ανάλυσή της που δημοσιεύτηκε στο Jerusalem Center for Security and Foreign Affair, ο νεο-τζιχαντισμός συνδυάζει στοιχεία πολιτικού ισλαμισμού, βίαιου σαλαφιστικού τζιχαντισμού και αυταρχικού σοσιαλισμού. Διακρίνεται για την ευελιξία του, τη χρήση ρεαλιστικών πολιτικών εργαλείων, καθώς και την εκμετάλλευση της ρητορικής «κοινωνικής δικαιοσύνης» για εσωτερικό έλεγχο. Η πορεία του αλ-Σάρα από το καθεστώς Άσαντ έως τη δημιουργία της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) τον ανέδειξε σε δεξιοτέχνη αυτής της υβριδικής στρατηγικής.
Σε αντίθεση με την αποτυχία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε Αίγυπτο και Τυνησία, ο αλ-Σάρα επιλέγει πιο σκληρή και ευέλικτη τακτική, απορρίπτοντας τον «μετριοπαθή» ισλαμισμό και ενισχύοντας έναν πιο αυταρχικό, στρατιωτικοποιημένο ισλαμισμό. Η στήριξη που φαίνεται να λαμβάνει από ηγέτες όπως ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν δείχνει μετατόπιση ισχύος από την τουρκική προς τη σαουδαραβική επιρροή.
Η γεωπολιτική συνέπεια είναι ότι η Συρία μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών μορφών ισλαμισμού, με τον νεο-τζιχαντισμό να κυριαρχεί ως νέο μοντέλο. Οι πρακτικές του, όπως η πολιτογράφηση ξένων τζιχαντιστών και οι επιθέσεις σε μειονότητες, αποκαλύπτουν ότι δεν πρόκειται για άνοιγμα προς δημοκρατικές δομές αλλά για εδραίωση ενός νέου αυταρχικού καθεστώτος.
Το βασικό δίδαγμα, τονίζει η ανάλυση, είναι ότι κάθε φορά που ο πολιτικός ισλαμισμός φαίνεται να τελειώνει, επιστρέφει σε νέα, πιο επικίνδυνη μορφή. Ο νεο-τζιχαντισμός του αλ-Σάρα αποτελεί την πιο ανθεκτική και τοξική μετεξέλιξη του φαινομένου, καθιστώντας τον όχι λιγότερο αλλά περισσότερο απειλητικό.
Η Dalia Ziada μίλησε επίσης για την πολιτισμική τζιχάντ και τις επιπτώσεις στην Δύση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «πολιτισμική τζιχάντ» προέρχεται κυρίως από έγγραφα που παρουσιάστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δίκης “Holy Land Foundation trial” (2007–2008), όπου εισήχθησαν κείμενα που αποδίδονταν στη Μουσουλμανική Αδελφότητα στη Βόρεια Αμερική. Εκεί γινόταν λόγος για μια «μακροπρόθεσμη στρατηγική» να υπονομευθεί η Δύση μέσω κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών μεθόδων αντί ένοπλης βίας.
Από τότε, ο όρος χρησιμοποιήθηκε συχνά σε εκθέσεις ασφαλείας και από αναλυτές (κυρίως συντηρητικούς στις ΗΠΑ και τον Καναδά), για να περιγράψει την αντίληψη ότι ισλαμιστικά κινήματα επιχειρούν να διεισδύσουν στις δυτικές κοινωνίες μέσα από θεσμούς, εκπαίδευση, κουλτούρα και πολιτική.
Ο ρόλος της Τουρκίας
Η αντιπαλότητα του Τζολάνι με την Μουσουλμανική Αδελφότητα αποκαλύπτει την ανοησία της πολιτικής ισλαμιστικής ηγεσίας της Τουρκίας που τον εμπιστεύτηκε, τον υποστήριξε και τον ενδυνάμωσε. Η τρέχουσα δημοσιογραφική εκστρατεία του τζολάνι δεν σηματοδοτεί μόνο μια προσωπική διαμάχη, αλλά και την άνοδο της σαλαφιστικής προσέγγισης της Σαουδικής Αραβίας έναντι του πολιτικού ισλαμισμού της Τουρκίας στη μάχη για επιρροή στη Συρία και σε ολόκληρο τον ευρύτερο αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Για χρόνια, η Άγκυρα υποστήριζε πολιτοφυλακές που συνδέονται με την Αδελφότητα στη Συρία, και όταν αυτές οι ομάδες διαλύθηκαν, ρίσκαρε με τον τζολάνι, νομίζοντας ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί σε άνθρωπό τους. Αλλά η αφοσίωσή του τώρα ευνοεί σαφώς το Ριάντ, το οποίο πάντα στόχευε στην εξάλειψη της Αδελφότητας ως ιδεολογικού αντιπάλου και πολιτικής απειλής.