Τζον Μπόλτον: Προειδοποιήσεις στον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Άγκυρα να μην ταυτιστεί με την Τουρκία

 
Μπολτον

Ενημερώθηκε: 01/08/25 - 23:43

Ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Αμερικανού πρόεδρου Τζον Μπόλτον προειδοποίησε τον Τομ Μπαράκ, πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Τουρκία και ειδικό απεσταλμένο της Ουάσινγκτον στη Συρία, να μη ταυτιστεί με την Άγκυρα. Σε άρθρο του στο Independent Arabia, ο Τζον Μπόλτον αναφέρει ότι είναι απαραίτητο να προειδοποιηθεί ο πρέσβης Μπαράκ για τα συμπτώματα που εμφανίζει, καθώς τόσο εκείνος όσο και ο Λευκός Οίκος έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους μέχρι να κατανοήσουν τις πολυπλοκότητες της περιοχής.

Το άρθρο του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ

Η αμερικανική διοίκηση φαίνεται να επικεντρώνεται στην ικανοποίηση των τουρκικών και συριακών προτεραιοτήτων, σε βάρος των ίδιων των συμφερόντων των ΗΠΑ. Η νέα κυβέρνηση της Συρίας οφείλει να ανοίξει πλήρως τα αρχεία του καθεστώτος Άσαντ σε θέματα όπως οι ξένοι όμηροι και τα προγράμματα όπλων μαζικής καταστροφής. Αναμφίβολα, η αποκάλυψη όλων των συμφωνιών του Άσαντ με τη Χεζμπολάχ θα αποτελέσει πολύτιμο υλικό.

Την περασμένη Πέμπτη, ο Αμερικανός πρέσβης στην Τουρκία μίλησε για «αποκλιμάκωση και διάλογο» στη Συρία. Την επόμενη μέρα, όμως, οι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση κοντά στο Χαλέπι, σκοτώνοντας ανώτατο ηγετικό στέλεχος του ISIS. Η αντίφαση αυτή αποτυπώνει την πολυπλοκότητα του συριακού μέλλοντος και τα διεθνή διακυβεύματα που το συνοδεύουν. Από τη στιγμή που το Ισραήλ αντιλαμβάνεται τα βόρεια σύνορά του με Συρία και Λίβανο ως ενιαίο μέτωπο που απαιτεί συντονισμένη άμυνα, οι απειλές από τον Λίβανο συνδέονται στενά με τις συριακές – και ευρύτερα με την ιρανική αποσταθεροποιητική δράση στη Μέση Ανατολή.

Η πτώση του απολυταρχικού καθεστώτος Άσαντ στις 8 Δεκεμβρίου, σε συνδυασμό με τις βαριές απώλειες της Χεζμπολάχ και της Χαμάς, αλλά και τα πλήγματα κατά των ιρανικών πυρηνικών και πυραυλικών προγραμμάτων, συνιστούν θεμελιώδη μεταβολή του περιφερειακού «συσχετισμού δυνάμεων», κατά την παλαιά σοβιετική ορολογία. Η κατάρρευση της ιρανικής στρατηγικής του «δακτυλίου φωτιάς» κατά του Ισραήλ δείχνει ότι η Τεχεράνη δεν είναι πλέον η μόνη και κυρίαρχη πηγή απειλής.


Οι ρίζες των σημερινών προβλημάτων φτάνουν ως τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 και τις μεταπολεμικές διευθετήσεις για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και το οθωμανικό διοικητικό σύστημα ήταν μακριά από το ιδανικό, η Γαλλία και η Βρετανία έθεσαν ως προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα, μετατρέποντας τις αραβικές επαρχίες νότια της σύγχρονης Τουρκίας σε εντολοκρατούμενα κράτη υπό την Κοινωνία των Εθνών.

Η Γαλλία διαίρεσε τη Συρία, δημιουργώντας τον Μεγάλο Λίβανο, το Κράτος των Δρούζων, το Χαλέπι, τη Δαμασκό και το αλαουιτικό κράτος. Αν και μετά την πτώση του Άσαντ κανείς δεν προσδοκά την επανένωση Συρίας–Λιβάνου, το ερώτημα παραμένει πώς θα διαχειριστούν οι σχέσεις μεταξύ Αλαουιτών, Δρούζων και των διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων υπό την κυβέρνηση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS). Στον Λίβανο, ο ρόλος της Χεζμπολάχ –του ιρανικού βραχίονα κατά την Τεχεράνη– παραμένει ασαφής.

Με την αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής στη Συρία, η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναδείχθηκε σε κύριο παράγοντα ήδη από την εποχή της Αραβικής Άνοιξης, απειλώντας σοβαρά το καθεστώς Άσαντ. Κατά τη διάρκεια του συριακού εμφυλίου, ο Ερντογάν υποστήριξε διάφορες αντάρτικες ομάδες, ελπίζοντας να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς των Αδελφών Μουσουλμάνων στη Δαμασκό – υπό τουρκικό έλεγχο, ανεξάρτητο από την Τεχεράνη.

Αν και η HTS (πρώην Μέτωπο αλ-Νούσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα) δεν ήταν η ιδανική επιλογή για τον Ερντογάν, την θεώρησε προτιμότερη από την απουσία εναλλακτικής. Έτσι, σε συνεργασία με τον ηγέτη της HTS, Αμπού Μοχάμαντ αλ-Τζουλάνι, εκμεταλλεύτηκε το τέλος του 2024 για να ρίξει τον Άσαντ, επωφελούμενος από τη ρωσική εμπλοκή στην Ουκρανία και την ιρανική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή. Χωρίς τουρκική υποστήριξη, η HTS δεν θα είχε ανατρέψει τον Άσαντ. Ωστόσο, παρά την αποδυνάμωση της Ρωσίας και την απομάκρυνση του Ιράν από τη Συρία, η τύχη του νέου καθεστώτος της HTS παραμένει αβέβαιη: θα υλοποιήσει ο Ερντογάν το σχέδιό του ή θα επιστρέψει η HTS στην τρομοκρατική της φύση; Κανείς δεν γνωρίζει. Η επανένταξη πρώην ξένων τζιχαντιστών στον νέο συριακό στρατό γεννά ανησυχίες. Το τελευταίο που χρειάζεται η περιοχή είναι μια νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία – ή, ακόμα χειρότερα, μια «Αφγανιστάν στις ακτές της Μεσογείου».

Η πρόσφατη εκεχειρία Ερντογάν με τους Κούρδους αντάρτες εντός Τουρκίας είναι θετική, αν και πιθανότατα υπαγορεύεται από την ανάγκη του να ενισχύσει την εσωτερική υποστήριξη απέναντι στην ολοένα πιο ενωμένη αντιπολίτευση, ιδίως στις εθνικές μειονότητες. Οι Κούρδοι της βορειοανατολικής Συρίας –και κυρίως οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις υπό τον Μαζλούμ Άμπντι– έχουν ξεκινήσει δύσκολες διαπραγματεύσεις με την HTS. Η εχθρότητα του Ερντογάν προς τις SDF και η παρουσία του αμερικανικού στρατού ανατολικά του Ευφράτη εμπόδισαν την Τουρκία να εισβάλει και να καταλάβει την περιοχή.

Ως εκ τούτου, και πριν στραφεί η διεθνής προσοχή –σχεδόν με εμμονή– στη σύγκρουση στη νότια Συρία, στην οποία το Ισραήλ έχει επέμβει για την προστασία των Δρούζων και των χριστιανών πληθυσμών, είναι απαραίτητο να αποκτηθούν πρώτα περισσότερες πληροφορίες για το καθεστώς της «Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ» (HTS) στη Δαμασκό. Έχω ήδη εξηγήσει σε αυτές τις σελίδες ότι τόσο ο ηγέτης της, που σήμερα έχει μετονομαστεί σε Αχμάντ αλ-Σαράα, όσο και η ίδια η κυβέρνηση της HTS που προεδρεύει, πρέπει να περάσουν από πολλαπλές δοκιμασίες – και πρωτίστως να ανοίξουν πλήρως τα αρχεία του καθεστώτος Άσαντ για τα ζητήματα των ξένων ομήρων και των προγραμμάτων όπλων μαζικής καταστροφής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αποκάλυψη όλων των συμφωνιών που σύναψε ο Άσαντ με τη Χεζμπολάχ θα προσφέρει εξαιρετικά αποκαλυπτικό υλικό.


Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος –ο οποίος εύλογα ενδιαφέρεται τόσο για πληροφορίες σχετικά με την προσπάθεια του Άσαντ να κατασκευάσει χημικά και βιολογικά όπλα όσο και για την τύχη των αγνοουμένων Αμερικανών πολιτών– φαίνεται να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ικανοποίηση των τουρκικών προτεραιοτήτων και αυτών της HTS, εις βάρος των αμερικανικών συμφερόντων. Για παράδειγμα, ο πρέσβης Τόμας Μπαράκ άσκησε κριτική στο Ισραήλ για τις επιθέσεις του εναντίον στρατιωτικών κέντρων διοίκησης στη Δαμασκό. Εδώ γεννάται το ερώτημα: εκφράζει ο Μπαράκ προσωπικές του απόψεις ή μίλησε κατ’ εντολή της Ουάσιγκτον; Διότι η δημόσια κριτική σε σύμμαχο των ΗΠΑ συνήθως απαιτεί σχετική εξουσιοδότηση.

Πέραν τούτου, ο Μπαράκ έχει προβεί σε δημόσιες απολογίες σχετικά με την αποτυχία του αλ-Σαράα να αποκαταστήσει πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ – κάτι που, εκ των πραγμάτων, δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες ενός Αμερικανού πρέσβη. Συνεπώς, αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς εμπίπτει στον πυρήνα του «ταυτίζομαι με την ατζέντα του κράτους υποδοχής» – ενός χρόνιου νοσήματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που αποκαλείται σκωπτικά «υπερβολική προσαρμογή στο τοπικό περιβάλλον». Υπό αυτό το πρίσμα, είναι απαραίτητο να προειδοποιηθεί ο πρέσβης Μπαράκ για τα συμπτώματα που εμφανίζει: τόσο εκείνος όσο και ο Λευκός Οίκος έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους μέχρι να κατανοήσουν τις πολυπλοκότητες της περιοχής.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ