Ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης ήταν ίσως ο πιο γνωστός σε όλους τους κατοίκους της Αθήνας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και ο πιο γνωστός...τρελός.
Ο Δελαπατρίδης ήταν πάντα περιποιημένος και ντυνόταν με επίσημα ρούχα της εποχής. Φορούσε διαρκώς το αγαπημένο του ψηλό καπέλο, με το οποίο ήρθε από τη Μυτιλήνη και μονόκλ στο μάτι. …
Ο ποιητής Κώστας Ουράνης έγραψε ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξη του Δελαπατρίδη στην Αθήνα (1926(: «Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αγνοούν ποιος είναι ο υπουργός των Εσωτερικών (είμαι ένας εξ’ αυτών), αλλά κανείς ο οποίος να αγνοεί τον Α. Δελαπατρίδην. Σε όποιο κέντρο κι αν εμβή, όπου κι αν παρουσιάζεται, ο κόσμος τον υποδέχεται με χειροκροτήματα, του βγάζει το καπέλο και τον προσφωνεί «κύριον Αρχηγόν» ή «κύριον πρόεδρον». Ήρκεσε να εμφανισθή ένα βράδυ του περασμένου καλοκαιριού εις την πλατείαν του Συντάγματος και να εκφωνήση έναν πολιτικό λόγο, ούτε χειρότερον, ούτε καλλίτερον από εκείνους που εκφωνούνται εις την ελληνικήν Βουλήν δια να γίνη αμέσως διάσημος»....
Κάποτε, ένας δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει, «είναι αλήθεια αυτό που λέγει ο κόσμος ότι είσθε παλαβός», και εκείνος αποκρίθηκε: «Όλοι οι μεγαλοφυείς κατηγορήθηκαν ως τρελοί· εγώ, όμως, δεν είμαι τρελός, είμαι ένας μεγάλος συγγραφεύς και μεγάλος πολιτικός – είμαι η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του 20ού αιώνα!». Ο τίτλος αυτός δεν επιβεβαιωνόταν από κάποιο στοιχείο, όπως ίσχυε και για τα περισσότερα πράγματα που κήρυττε με ευφράδεια στα καφενεία και τους δρόμους των Αθηνών ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης, απ’ όταν κατέφθασε στην πρωτεύουσα, ένα πρωινό του 1925.
Ο Αρμάνδος, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Τηλέμαχος Νατάλακας, γεννήθηκε το 1895 στη Μυτιλήνη. Μεγαλώνοντας έγινε υπάλληλος συμβολαιογραφείου, αλλά μια ερωτική απογοήτευση τον έκανε να χάσει τους καλούς του τρόπους, κατά άλλους τα λογικά του και να γίνει ανεπιθύμητος στο νησί του. Έτσι μάζεψε τα πράγματα του και αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του στην πρωτεύουσα, όπου έφτασε το 1925. Παρόλο που δεν είχε πολλά χρήματα, ούτε δουλειά, κατάφερε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να δημιουργήσει μια καινούρια ζωή.
Δεν πέρασε απαρατήρητος.
Ήταν ένας «νέος με ρεδιγκότα κατάμαυρη αλλά φθαρμένη, με μαύρο κοντό παντελόνι, σκληρό καπέλο, μαύρα ψηλά παπούτσια, μαύρο λαιμοδέτη, μαύρα μαλλιά […] και μαύρα νύχια, ξυρισμένος και με αυστηρό ύφος», όπως έγραφε δημοσίευμα της επόμενης μέρας. Με ένα μπαστούνι στο χέρι, προκαλούσε την προσοχή των περαστικών. Ο κύριος αυτός συστηνόταν στον κόσμο ως Αρμάνδος Δελαπατρίδης, αρχηγός του Α’ Αναμορφωτικού Κόμματος των Κυανολεύκων (μετέπειτα, κόμμα των Κυανόλευκων), τάζοντας ευημερία και προνόμια για όλους.
«Ω Αθηναίοι, βγάλτε με και θα περνάτε φίνα», διαλαλούσε συχνά.
Μια από τις εξαγγελίες του ήταν ότι θα ίδρυε υπουργείο έρωτος, ενώ πολλές φορές έχριζε υπουργούς του, άγνωστους ανθρώπους, που τον παρακολουθούσαν. Αρκεί βέβαια να του έδιναν δύο δραχμές ως συνδρομή για την ορκωμοσία τους. Ο κόσμος όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε από την παρουσία του Αρμάνδου στους δρόμους της πόλης, αλλά διασκέδαζε μαζί του και τον αποκαλούσε με ενθουσιασμό, «Πρόεδρο».
Το κανονικό του όνομα, βέβαια, ήταν Τηλέμαχος Νταλάκας και το κόμμα του ανέφερε δεν καταγράφηκε ποτέ σε εκλογική αναμέτρηση της χώρας. Ήταν ένα παράγωγο της φαντασίας του, όπως και το σύνολο πιθανότατα της περσόνας που είχε υιοθετήσει, ένα μείγμα ματαιοδοξίας και σάτιρας, εκτός εάν δεχθούμε τη θεωρία ότι έπασχε από κάποιας μορφής διαταραχή, την οποία αδυνατούσαν να προσδιορίσουν και να χειριστούν με αγωγή οι ψυχίατροι της εποχής. Έχει γραφτεί ότι εμφάνισε συμπτώματα από το διάστημα που ήταν στη Μυτιλήνη. Άλλοι λένε ότι «τρελάθηκε από έρωτα».
Ποιος ήταν τελικά ο Δελαπατρίδης, του οποίου το όνομα αποτελεί μέχρι σήμερα παράδειγμα σε περίπτωση ενός αιθεροβάμονα πολιτικού; Μία εκκεντρική, αλλόκοτη, αλλά τελείως άκακη και σίγουρα τραγική φυσιογνωμία του 20ου αιώνα στην πόλη των Αθηνών, ένας άνθρωπος που από ένα σημείο και έπειτα λοιδορήθηκε, δέχθηκε επιθέσεις, έγινε περίγελος στον Τύπο και τελικά κατέληξε αλκοολικός, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας το 1960, έπειτα από νοσηλεία 20 ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων κανείς δεν τον αναζήτησε.
Ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης ήταν πάντα καλοντυμένος με μαύρο φράκο (τυπικό ένδυμα των πολιτικών προσώπων της εποχής) και σήμα κατατεθέν το μαύρο καπέλο. Είχε ταυτιστεί με την πλατεία Συντάγματος, όπου αγόρευε τα απογεύματα όρθιος, επάνω σε καρέκλα, με στόμφο. Πάντα στην καθαρεύουσα, με τη «γνωστή ψαλτική βυζαντομαντία», όπως έγραφε ο Ριζοσπάστης, κεντρίζοντας το πλήθος, που χειροκροτούσε ένθερμα, είτε επειδή ασπαζόταν πράγματι τις σουρεαλιστικές του ιδέες, είτε επειδή ευχαριστιόταν που τον έβλεπε.
Το ανάλογο των social media για την εποχή ήταν φυσικά τα καφενεία, και εκεί ο Δελαπατρίδης ζούσε την αποθέωση. Έστησε το «αρχηγείο» του κόμματός του στο ονομαστό καφενείο του Ζαχαράτου στην πλατεία Συντάγματος, όπου οι θαμώνες τον χαιρετούσαν πάντα ως «πρόεδρο», ανυψώνοντας παράλληλα με ένα ελαφρύ τίναγμα το καπέλο τους. Γρήγορα, η φήμη του έφτασε στις άλλες μεγάλες πόλεις και κατέφθαναν πούλμαν. Από κοντά, και οι εφημερίδες.
Οι δηλώσεις του βρέθηκαν στα πρωτοσέλιδα, παραχώρησε συνεντεύξεις, γράφτηκαν αφιερώματα αλλά και προδημοσιεύσεις (!) απ’ το λεγόμενο «κοινωνικό μανιφέστο» του, το τετράτομο έργο του Η κοινωνία γελά (το οποίο βέβαια ποτέ δεν εκδόθηκε). Με σημερινά δεδομένα, έγινε viral.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αυτή του η λαοφιλία του εξασφάλιζε τα προς το ζην για αρκετό καιρό. Είχε αναμφίβολα ταλέντο στη ρητορική και τη σάτιρα (ήταν καλλιεργημένος, άλλωστε, έχοντας εργαστεί και ως γραμματέας στην Οικονομική Εφορία στη Μυτιλήνη, όπως αναφέρει το βιογραφικό σημείωμα που είχε δημοσιευθεί πρώτο στον Τύπο), προσφέροντας άφθονο γέλιο και διασκέδαση στον κόσμο. Διατύπωνε θεωρίες για τον έρωτα, τον γάμο, την τυχαιότητα, εκφράζοντας πράγματα πολύ πιο απελευθερωμένα από την εποχή του.
«Η μόνη ζωηροτέρα εσπερινή τέρψις στας Αθήνας είναι οι ανεξάντλητες δηλώσεις του αρχηγού των κυανόλευκων εις την πλατείαν του Συντάγματος», έγραφε δημοσίευμα του 1926 στην εφημερίδα Εμπρός με κυνικές αιχμές, «δημόσιο θέαμα και ακρόαμα εντελώς δωρεάν, αφού είναι απηλλαγμένο και του δημοσίου φόρου!».
Μέχρι που η λαοφιλία του κρίθηκε μάλλον επικίνδυνη.
Το άδοξο φινάλε
Είχε διαπιστωθεί ότι κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, οι εκδηλώσεις του Δελαπατρίδη συγκέντρωναν αρκετά περισσότερο κόσμο από εκείνες των «κανονικών» πολιτικών αρχηγών. Ώσπου, το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονη δυσανασχέτηση και πριν τις κρίσιμες εκλογές του 1933 (κρίσιμες γιατί το κόμμα των Βενιζελικών είχε φανεί ότι θα έχανε τις εκλογές) οι αστυνομικές αρχές συνέλαβαν τον εκκεντρικό ρήτορα της πλατείας Συντάγματος «διά λόγους διαταράξεως της κοινής ησυχίας», και ο συλληφθέντας οδηγείται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Δαφνίου.
Δεν θα είναι μία, αλλά πολλές οι φορές που θα βρεθεί έγκλειστος στο συγκεκριμένο ψυχιατρικό κατάστημα. «Υπό το πρόσχημα νοσηλείας δήθεν», έγραψε απ’ το ψυχιατρείο, «αφού δεν πάσχω από τίποτε, ειμί από μίαν έξαρσιν πνευματικήν, ως άλλως τε όλοι οι ποιηταί του κόσμου απ’ αρχαιοτάτων χρόνων έως σήμερον, διατελώ εγκάθειρκτος, χωρίς να δύναμαι να πράξω τίποτε». Μερικού μήνες μετά, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και τις επόμενες φορές, οι γιατροί θα τον άφηναν ελεύθερο, κρίνοντας ότι είναι τελείως ακίνδυνος.
Κάθε φορά που έβγαινε, βεβαίωνε τον κόσμο ότι δεν έχει καμία πρόθεση να ασχοληθεί τελικά με την πολιτική, γιατί κουράστηκε και «σιχάθηκε», και τελικά θα αφιερωθεί στο συγγραφικό του έργο, στοχεύοντας στο Νόμπελ. Τα πίστευε όλα αυτά τελικά ή προσποιούταν;
Ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης περιγράφει σε άρθρο του μια κακόγουστη φάρσα εις βάρος του Δελαπατρίδη που τον οδήγησε στο να διαβεί το κατώφλι της Βουλής:
«Το 1956, όταν παραιτήθηκε ο Καραμανλής, για να προσφύγει στις κάλπες, ένας φαρσέρ παρέδωσε σημείωμα στον Δελαπατρίδη, ότι τον καλεί ο πρόεδρος της Βουλής να ορκισθεί πρωθυπουργός. Ο Αρμάνδος έβαλε ημίψηλο και φράκο και έσπευσε μ’ ένα τσούρμο ξωπίσω του να φωνάζουν «να μας ζήσεις αρχηγέ!…» Τη στιγμή που έδειχνε στη φρουρά της πύλης το σημείωμα, αποχωρούσε τυχαία ο πρόεδρος της Βουλής Ντίνος Ροδόπουλος. Κατάλαβε τη φάρσα και για να μην τον κακοκαρδίσει, του λέει: «Πρόεδρε, ο βασιλεύς απουσιάζει και ο αρχιεπίσκοπος είναι άρρωστος! Τι λες; Να το αναβάλλουμε;». Ο Αρμάνδος με ικανοποίηση υποκλίθηκε και αποχώρησε.
Πέθανε μόνος στο Λαϊκό Νοσοκομείο τον Ιούνιο του 1960 και ετάφη δημοσία δαπάνη. Σήμερα το όνομα του χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε κάποιο γραφικό και που ρητορεύει ως απόλυτος ειδήμων για άσχετα θέματα, ωστόσο στην εποχή του τον περιέγραφαν ως έναν τελευταίο εκπρόσωπο της παλιάς ρομαντικής Αθήνας.