Την τεράστια επιρροή που ασκεί ο αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ στην Ευρώπη σχολιάζει σε εκτενές του δημοσίευμά του τo Politico σχολιάζοντας ότι ποτέ από την ίδρυση της ΕΕ δεν έχει ασκήσει πρόεδρος των ΗΠΑ τόσο άμεση επιρροή στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, όσο ο Τραμπ. Και ποτέ οι ηγέτες των 27 χωρών της ΕΕ δεν έχουν εμφανιστεί τόσο πρόθυμοι -ακόμα και απεγνωσμένοι- να παρουσιάσουν έναν πρόεδρο των ΗΠΑ ως μια αυθεντία που πρέπει να επαινείται, να παρακινείται, να ασκείται πίεση, να φλερτάρεται, αλλά ποτέ να αντικρούεται ανοιχτά.
Οι ηγέτες της ΕΕ φαίνεται να προσφέρουν στον Τραμπ έναν ρόλο στις υποθέσεις τους, ακόμη και όταν δεν τον έχει ζητήσει ο ίδιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί όταν μια ομάδα ηγετών ταξίδεψε στην Ουάσινγκτον αυτό το καλοκαίρι για να παροτρύνει τον Τραμπ να ασκήσει πίεση στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν (τους αγνόησε) και να πείσει τον «φίλο» του, τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν, να άρει το μπλοκάρισμα που είχε κάνει στην τελική ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg. Ο Τραμπ σήκωσε το τηλέφωνο κανονικά. Και ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Όρμπαν άλλαξε γνώμη για την Ουκρανία, το γεγονός ότι οι ηγέτες της ΕΕ ένιωσαν την ανάγκη να ζητήσουν από τον πρόεδρο των ΗΠΑ να λύσει μια από τις εσωτερικές τους συγκρούσεις απλώς διασφάλισε περαιτέρω την ιδιότητά του ως de facto Ευρωπαίου διαμεσολαβητή.
«Μπορεί να μην γίνει ποτέ πρόεδρος της Ευρώπης, αλλά μπορεί να γίνει ο νονός της», δήλωσε στο Politico ένας διπλωμάτης της ΕΕ, ο οποίος διατηρεί την ανωνυμία του. «Η κατάλληλη αναλογία είναι πιο εγκληματική. Έχουμε να κάνουμε με έναν αρχηγό της μαφίας που ασκεί εκβιαστική επιρροή στις επιχειρήσεις που ισχυρίζεται ότι προστατεύει».
«Το φαινόμενο των Βρυξελλών»
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η ΕΕ μπορούσε να αυτοαποκαλείται αξιόπιστα ως εμπορικός κολοσσός και «ρυθμιστική υπερδύναμη» ικανή να εμπνέει σεβασμό χάρη στην τεράστια καταναλωτική της αγορά και τη νομική της εμβέλεια. Οι ηγέτες της ΕΕ καυχιόντουσαν για το «φαινόμενο των Βρυξελλών» που προσάρμοζε τη συμπεριφορά των εταιρειών ή των ξένων κυβερνήσεων στα ευρωπαϊκά νομικά πρότυπα, ακόμη και αν δεν ήταν μέλη του μπλοκ.
Ένα σημάδι της αυτοπεποίθησης της ΕΕ ήταν η προθυμία της να αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ, όπως έκανε το 2001, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπλόκαρε μια προγραμματισμένη εξαγορά της Honeywell από την General Electric έναντι 42 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτή ήταν η αρχή μιας δεκαετίας και πλέον δυναμικής πολιτικής ανταγωνισμού, με τους ισχυρούς αξιωματούχους του μπλοκ, να παρουσιάζονται με επιδεικτικό τρόπο μπροστά στον παγκόσμιο Τύπο και να απειλούν να διαλύσουν την Google για λόγους αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ή να αναγκάζουν την Apple να αποπληρώσει το αστρονομικό ποσό των 13 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις φορολογικές της ρυθμίσεις στην Ιρλανδία.
Η σημερινή εικόνα όμως στις σχέσεις ΗΠΑ - Ευρώπης απέχει κατά πολύ από την παραπάνω. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, η Επιτροπή αναμενόταν να επιβάλει πρόστιμο στην Google για τις πρακτικές της στον τομέα των διαφημίσεων αναζήτησης. Η απόφαση αρχικά αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος του Επιτρόπου Εμπορίου της ΕΕ, Μάρος Σέφτσοβιτς, και στη συνέχεια δημοσιοποιήθηκε αθόρυβα μέσω ενός δελτίου τύπου και ενός επεξηγηματικού βίντεο το απόγευμα της Παρασκευής, στο οποίο δεν εμφανιζόταν η αρμόδια επίτροπος, Τερέζα Ριμπέρα.
«Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο σε όλη μου την καριέρα στην Επιτροπή», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της Επιτροπής. «Ο Τραμπ βρίσκεται μέσα στη μηχανή αυτή τη στιγμή».
Από τη στιγμή της επανεκλογής του Τραμπ, οι ηγέτες της ΕΕ ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί στον τρόπο που μιλούν για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, με δύο φαινομενικά διαθέσιμες επιλογές: Τη σιωπή ή τον έπαινο.
Επίσης, ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει το σχόλιο του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε περί «μπαμπά» — το οποίο διέρρευσε ταπεινωτικά από μια ιδιωτική ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων του ίδιου με τον Τραμπ. Για πολλούς ήταν ένα έξυπνο τέχνασμα για να απευθυνθεί ο Ρούτε στον εγωισμό του προέδρου των ΗΠΑ.
Δυστυχώς, για τους ηγέτες της ΕΕ, η πρόφαση ότι ο Τραμπ είχε κατά κάποιο τρόπο κατά νου τα συμφέροντα της Ευρώπης και απλώς μοίραζε «σκληρή αγάπη» διαλύθηκε μόλις λίγους μήνες αργότερα, όταν η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπέγραψε την εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ στο Τέρνμπερι της Σκωτίας. Αυτή τη φορά δεν υπήρξε καμία συγκάλυψη της πραγματικής φύσης των όσων είχαν συμβεί μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ. Ο Τραμπ είχε θέσει βάναυσους, ταπεινωτικούς όρους και η Ευρώπη ουσιαστικά είχε παραδοθεί.
«Δεν θα με ακούσετε να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη [διαπραγμάτευση]» για να περιγράψω τι συνέβη μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, δήλωσε σε πρόσφατη συζήτηση η βετεράνος διαπραγματευτής της ΕΕ για το εμπόριο, Σαμπίν Γουέιαντ.
Παιχνίδι επίρριψης ευθυνών
Καθώς λοιπόν οι αξιωματούχοι της ΕΕ κατέληξαν έτσι απλά σε μια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ το ερώτημα που προκύπτει είναι μήπως η ευθύνη για αυτό το διπλό χτύπημα υποδούλωσης βαρύνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή τους 27 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ;
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συμφωνίας στο Τέρνμπερι, η φον ντερ Λάιεν και ο κορυφαίος εμπορικός αξιωματούχος της, Σέφτσοβιτς, θα μπορούσαν θεωρητικά να είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα της Κίνας και να είχαν απαντήσει στην απειλή των ΗΠΑ για δασμούς 15% με δικούς τους δασμούς, σχολιάζει το Politico. Άλλωστε, το εμπορικό οπλοστάσιο της ΕΕ είναι πλήρως εξοπλισμένο με τα μέσα για να το πράξει, κυρίως μέσω του μέσου κατά του καταναγκασμού που έχει σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιες καταστάσεις.Ωστόσο, κάτι τέτοιο δε συνέβη. Οι λόγοι για τους οποίους οι ηγέτες της ΕΕ αποφάσισαν να υποχωρήσουν αντί να πολεμήσουν είναι προφανείς. Αποκαλύφθηκαν σε πρόσφατη ομιλία του Αντόνιο Κόστα, ο οποίος ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συγκαλεί τους ηγέτες της ΕΕ στις συνόδους κορυφής τους. «Η κλιμάκωση των εντάσεων με έναν βασικό σύμμαχο σχετικά με τους δασμούς, ενώ τα ανατολικά μας σύνορα απειλούνται, θα ήταν ένα απερίσκεπτο ρίσκο», δήλωσε ο Κόστα.
Το ερώτημα όμως είναι τι θα συμβεί από εδώ και πέρα. Αν η Ευρώπη έχει ήδη παραχωρήσει τόσα πολλά στον Τραμπ, μήπως ολόκληρο το μπλοκ είναι καταδικασμένο σε υποτέλεια ή, όπως έχουν προφητεύσει ορισμένοι σχολιαστές, σε έναν «αιώνα ταπείνωσης»;
Μέσα όμως σε αυτό το σωρό των αρνητικών σχολίων υπάρχουν και μερικές θετικές εξελίξεις αφού οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο μέσος Ευρωπαίος θέλει μια πιο σκληρή, πιο κυρίαρχη Ευρώπη και κατηγορεί τους ηγέτες και όχι «την ΕΕ» για την αποτυχία της να ανταποκριθεί ταχύτερα σε στόχους όπως μια «Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση».
Πηγή: skai.gr