Στον κομβικό ρόλο της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην δυναμική σχέση με την Ελλάδα στα "ταραγμένα" νερά της Ανατολικής Μεσογείου αναφέρεται δημοσίευμα του Βήματος. Σκιαγραφεί την συνεργασία των δύο χωρών σε τομείς, όπως την ενέργεια, τις θαλασσιές ζώνες, στο ευρωπαϊκό και κυπριακό μέτωπο, κόντρα στις αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας. Ωστόσο τονίζει και τις παγίδες αυτής της συμμαχίας.
«Η Αίγυτπος πολυπληθέστερη αραβική χώρα στέκεται ακόμη σταθερή μεταξύ μιας σειράς προβληματικών καταστάσεων με προεξάρχουσα τον εμφύλιο “εφιάλτη” που επικρατεί στο Σουδάν, το κατά τεκμήριο failed state της Λιβύης, τη ρευστή εκεχειρία της Γάζας, αλλά και τον κίνδυνο αναβίωσης κινημάτων όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Επίσης, φιλοξενεί στο έδαφός της πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες», αναδεικνύουν την ειδική αξία του καθεστώτος Σίσι για τα ελληνικά συμφέροντα.
Έτσι, σύμφωνα με το παραπάνω πλαίσιο, η Αθήνα βολιδοσκοπεί τη δημιουργία του πενταμερούς σχήματος συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή και παρά την ξαφνική – παραλίγο ανεξέλεγκτη – ψύχρανση των διμερών σχέσεων εξαιτίας της δήμευσης εδαφών της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, η ελληνική διπλωματία στοχεύει να θωρακίσει έτι περαιτέρω τη σύμπλευση με το Κάιρο στα ταραγμένα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι θαλάσσιες ζώνες
Ελλάδα και Αίγυπτος συνδέονται με τη συμφωνία μερικής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Αύγουστος 2020), την οποία τακτικά αναδεικνύουν ως παράδειγμα σεβασμού του Δικαίου της Θάλασσας και των αρχών καλής γειτονίας, σε πλήρη αντίστιξη με την αναθεωρητική λογική που επιχειρεί να επιβάλει η Αγκυρα στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ αποτελεί τη μοναδική έμπρακτη αμφισβήτηση του τουρκολιβυκού μνημονίου, ενώ αντίστοιχη συμφωνία έχει υπογραφεί (2003-04) μεταξύ της Αιγύπτου και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στην οριοθέτηση του 2020 όμως δεν συμπεριελήφθησαν περιοχές ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, τις οποίες διεκδικεί η Τουρκία, προτάσσοντας μάλιστα προς την Αίγυπτο το επιχείρημα ότι σε περίπτωση μεταξύ τους διμερούς συμφωνίας το Κάιρο θα κερδίσει σαφώς περισσότερο ζωτικό χώρο απ’ αυτόν που θα προέκυπτε έπειτα από μια πιθανή επέκταση του ελληνοαιγυπτιακού συμφώνου.
Ενώ είναι ευρύτερα γνωστό ότι η Αγκυρα επιχειρεί συστηματικά να επαναπροσεγγίσει τον αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι, με τις δύο πλευρές να έχουν έλθει εγγύτερα λόγω της κοινής προσέγγισης στο Παλαιστινιακό, στην Αθήνα δεν ανησυχούν. «Το επίπεδο της συνεργασίας και της κοινής κατανόησης με την Αίγυπτο είναι υψηλότατο. Το ενδεχόμενο λοιπόν διμερούς διευθέτησης μεταξύ Καΐρου και Αγκυρας αποκλείεται» υπογραμμίζουν στενοί συνεργάτες του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι η αιγυπτιακή πλευρά έσπευσε το περασμένο καλοκαίρι με ρηματική διακοίνωση να αμφισβητήσει τμήμα των απώτατων ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στα ανατολικά, όπως αυτή αποτυπώθηκε στον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, αναπτύσσοντας ουσιαστικά τη θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν πλήρη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες.
Η κυοφορούμενη πενταμερής
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι διττό: Θα μπορούσε να αποτρέψει η Αθήνα μια τουρκοαιγυπτιακή συνεννόηση και μήπως η επέκταση της ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου είναι η καλύτερη δυνατή απάντηση; «Διμερής συμφωνία με το Κάιρο για ανατολικά του 28ου μεσημβρινού δεν φαίνεται στον ορίζοντα» λένε ανώτερες διπλωματικές πηγές, προσθέτοντας στη συζήτηση την προοπτική σχηματισμού της πενταμερούς που προτείνει η Αθήνα.
«Αν η Τουρκία δεν καθίσει σε αυτό το τραπέζι, όπου δυνητικά θα συζητηθούν οι θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο, τότε μια διαπραγμάτευση σε διμερές επίπεδο ενδεχομένως να λάβει άλλη δυναμική» επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, αναδεικνύοντας ουσιαστικά το ευρύτερο σκεπτικό της Αθήνας υπέρ μιας συνολικής διευθέτησης, προφανώς με μοναδικό εργαλείο το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο αποδεδειγμένα σέβονται Ελλάδα, Κύπρος και Αίγυπτος ανεξαρτήτως των μικρών αποκλίσεων, οι οποίες πλέον έχουν καταγραφεί στην περίπτωση της ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ.
Επισήμως πάντως ο κ. Γεραπετρίτης δεν έχει ενημερώσει τον ομόλογό του κ. Μπαντρ Αμπντελάτι περί των ελληνικών σχεδίων σύστασης πενταμερούς, όπως έχει πράξει με τους κ.κ. Κόμπο και Φιντάν, όλα όμως δείχνουν ότι το Κάιρο θα τοποθετηθεί θετικά, κρατώντας μάλιστα τη θέση του μπαλαντέρ: Συνδέεται με Αθήνα και Λευκωσία με διεθνώς αναγνωρισμένες συμφωνίες, έχει καταθέσει αντιρρήσεις στον ΟΗΕ όσον αφορά τα δυτικά θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη και βρίσκεται σε ανοικτή επικοινωνία με την Αγκυρα, παρά τις επιφυλάξεις του κ. Σίσι έναντι του Ταγίπ Ερντογάν ως υποστηρικτή των Αδελφών Μουσουλμάνων, εσωτερικού αντιπάλου του αιγύπτιου προέδρου.
Δέλεαρ και παγίδες
Στο Κάιρο, βεβαίως, εκτιμούν ιδιαίτερα τη στήριξη της Αθήνας στην υπογραφή της συμφωνίας με την Κομισιόν προς ενίσχυση της αιγυπτιακής οικονομίας – ύψους 7,5 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2024 –, με την Ελλάδα να λειτουργεί συστηματικά ως πύλη εισόδου της Αιγύπτου προς την Ευρώπη. Εως τώρα έχει εκταμιευθεί μόλις 1 δισ. ευρώ, με τους Ευρωπαίους να ανησυχούν ιδίως για τη διαχείριση του Μεταναστευτικού.
Σύμφωνα με την άποψη που επικρατεί στις Βρυξέλλες, «η Αίγυπτος είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει» (too big to fail). Η συνδρομή δηλαδή προς την Αίγυπτο, σε μια από τις πλέον ταραγμένες περιοχές της υφηλίου, θεωρείται προαπαιτούμενο για την εξασφάλιση της πολυπόθητης σταθερότητας σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, με την Αθήνα να υπενθυμίζει τακτικά τον διακριτό ρόλο που διαδραματίζει στη διαδικασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής η Διάσκεψη ΕΕ – Αιγύπτου, με τις δύο πλευρές να επαναλαμβάνουν ρητώς τη δέσμευσή τους στο Διεθνές Δίκαιο, και δη στο Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά και τον σεβασμό τους στην εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία όλων των κρατών της ευρύτερης περιοχής.
Διακριτό κεφάλαιο τόσο για τις διμερείς όσο και για τις ευρωαιγυπτιακές σχέσεις είναι η ενέργεια, με την Αθήνα και το Κάιρο να προωθούν την ηλεκτρική διασύνδεση (Gregy), ως ένα από τα πλέον πολυεπίπεδα εγχειρήματα στην Ανατολική Μεσόγειο: ως «πράσινο» έργο υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην ευρύτερη λογική της απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, αλλά και με σαφή γεωπολιτική διάσταση, καθώς μέρος του διέρχεται μέσα από την οριοθετημένη ΑΟΖ Ελλάδας – Αιγύπτου, γεγονός που το καθιστά λιγότερο ευάλωτο ή τουλάχιστον αποτελεσματικότερα προστατευόμενο από έξωθεν παρεμβάσεις.
Αντιθέτως, και παρά την πρόοδο που έχει κατά γενική ομολογία καταγραφεί τις τελευταίες εβδομάδες, το ζήτημα της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά παραμένει ακανθώδες για τις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις. «Μέχρι να πέσουν οι υπογραφές όλα τίθενται εν αμφιβόλω» λένε στο «Βήμα» στελέχη που χειρίζονται εξαρχής την υπόθεση, με την Αθήνα πάντως να επικεντρώνεται στη διατήρηση του ελληνορθόδοξου και λατρευτικού χαρακτήρα της Μονής, καθώς και στην εύρεση του πλέον πρόσφορου τρόπου για τη μακρόχρονη εγκαταβίωση των μοναχών στον χώρο.
Η δε παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ενθρόνιση του προσφάτως εκλεγμένου ηγουμένου Σινά κ. Συμεών αποτέλεσε αφ’ εαυτής μια συμβολική πράξη στήριξης της Αθήνας στο πιο ιστορικό ορθόδοξο μοναστήρι του κόσμου, αλλά και μήνυμα προς το Κάιρο ως προς τη διάθεση συνεχούς επίβλεψης όσων συμβαίνουν στο Σινά.,