Με έντονη επιλεκτικότητα ο τουρκικός Τύπος προβάλλει τις πρόσφατες δηλώσεις του Ακίλα Σάλεχ, αναδεικνύοντας αποκλειστικά εκείνα τα σημεία που φαίνεται να ευθυγραμμίζονται με τις πάγιες και αναθεωρητικές θέσεις της Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειος, αποσιωπώντας ταυτόχρονα κρίσιμες αναφορές που ενισχύουν τη διεθνή νομιμότητα και τις ελληνικές θέσεις.
Πρώτο και βασικό στοιχείο που προβάλλεται από τα τουρκικά μέσα είναι οι αιχμές του Σάλεχ κατά της Ελλάδα, με έμφαση στη δήλωσή του ότι η Αθήνα «χρησιμοποιεί την Κρήτη» για μια –κατά τον ίδιο– «παράλογη» επέκταση θαλάσσιων ζωνών κοντά στις λιβυκές ακτές. Η ερμηνεία αυτή υιοθετεί πλήρως τη γνωστή τουρκική ρητορική περί περιορισμένης επήρειας των νησιών, μια θέση που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Δίκαιο της Θάλασσας και τη διεθνή πρακτική.
Δεύτερο σημείο που τυγχάνει δυσανάλογης προβολής είναι η φράση του Λίβυου αξιωματούχου ότι «είμαστε έτοιμοι για διάλογο», ακόμη και με την Τουρκία, εξαιρώντας ρητά την Ελλάδα και την Αίγυπτο. Στον τουρκικό Τύπο, η δήλωση αυτή παρουσιάζεται ως σαφές άνοιγμα προς διαπραγμάτευση με βάση τη τουρκική αντίληψη περί θαλάσσιων ζωνών, δηλαδή με μειωμένη επήρεια των ελληνικών νησιών και αμφισβήτηση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Την ίδια στιγμή, υποβαθμίζεται σχεδόν πλήρως μια κρίσιμη επισήμανση του Σάλεχ: ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019 είναι άκυρο. Πρόκειται για μια διατύπωση με ιδιαίτερη βαρύτητα για την ελληνική πλευρά, καθώς το μνημόνιο αυτό έχει απορριφθεί από την Αθήνα ως νομικά ανυπόστατο, αντίθετο στο διεθνές δίκαιο και μη παράγον έννομα αποτελέσματα.
Η κυρίαρχη ερμηνεία που προωθείται από τα τουρκικά μέσα συνοψίζεται στο εξής αφήγημα: ακόμη και αν τίθεται υπό αμφισβήτηση το μνημόνιο του 2019, η Άγκυρα παραμένει «αναπόφευκτος συνομιλητής» στη Λιβύη. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, η ανατολική Λιβύη δεν κλείνει την πόρτα στην Τουρκία, αλλά διατηρεί ανοικτό ένα πεδίο διαπραγμάτευσης που δεν αποκλίνει από τη τουρκική οπτική για την Ανατολική Μεσόγειο.
Από ελληνικής σκοπιάς, ωστόσο, η επιλεκτική αυτή παρουσίαση επιβεβαιώνει την προσπάθεια της Άγκυρας να εργαλειοποιήσει δηλώσεις τρίτων, αποφεύγοντας τη συζήτηση επί της ουσίας: ότι τα ελληνικά νησιά, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης, διαθέτουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες και ότι κάθε απόπειρα αναθεώρησης αυτών των αρχών συγκρούεται ευθέως με το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα.