Κλιμακώνεται επικίνδυνα η ένταση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Βενεζουέλας, καθώς οι επαναλαμβανόμενες αμερικανικές επιχειρήσεις κατά δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν βενεζουελάνικο πετρέλαιο απειλούν να στραγγαλίσουν την ήδη εύθραυστη οικονομία της χώρας.
Το Καράκας καταγγέλλει ότι πίσω από τις κινήσεις της Ουάσιγκτον βρίσκεται ξεκάθαρη πολιτική στόχευση: η αποδυνάμωση και τελικά η ανατροπή του προέδρου Νικολάς Μαδούρο, ώστε τα ενεργειακά αποθέματα της χώρας να τεθούν υπό αμερικανικό έλεγχο.
Οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει στην Καραϊβική πολεμικά πλοία, υποβρύχια και στρατιωτικά αεροσκάφη, στο πλαίσιο επιχείρησης που επισήμως παρουσιάζεται ως αγώνας κατά της διακίνησης ναρκωτικών. Στην πράξη, ωστόσο, το επιχειρησιακό πεδίο έχει διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας πλέον και την κατάσχεση δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν αργό πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επαναλαμβάνει τις τελευταίες εβδομάδες ότι «οι ημέρες του Μαδούρο είναι μετρημένες», αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης. Σε συνέντευξή του, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι ο Βενεζουελανός πρόεδρος «ξέρει ακριβώς τι θέλω», χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει δημόσια τους όρους που θέτει η Ουάσιγκτον.
Από βασικός προμηθευτής σε αποκλεισμένο παραγωγό
Η σχέση ΗΠΑ–Βενεζουέλας γύρω από το πετρέλαιο έχει μακρά ιστορία. Από τη δεκαετία του 1920 έως την εθνικοποίηση του κλάδου το 1976, αμερικανικές εταιρείες εκμεταλλεύονταν τα τεράστια κοιτάσματα της χώρας, ενώ στις ΗΠΑ κατασκευάστηκαν ειδικά διυλιστήρια για την επεξεργασία του βαρέος βενεζουελάνικου αργού.
Σήμερα, μοναδική εξαίρεση στο καθεστώς κυρώσεων αποτελεί η Chevron, η οποία εξακολουθεί να εξάγει προς τις ΗΠΑ περίπου 200.000 βαρέλια ημερησίως, βάσει ειδικής άδειας. Τα φορτία της μεταφέρονται με δεξαμενόπλοια που – θεωρητικά – δεν υπόκεινται σε κυρώσεις.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις προκαλούν έντονη ανησυχία. Το δεξαμενόπλοιο Skipper κατασχέθηκε στις 10 Δεκεμβρίου και οδηγήθηκε σε αμερικανικό λιμάνι, με φορτίο σχεδόν 2 εκατ. βαρελιών, γεγονός που ο Μαδούρο χαρακτήρισε «κρατική πειρατεία». Η τύχη του Centuries παραμένει ασαφής, ενώ τρίτο πλοίο, το Bella 1, φέρεται να καταδιώχθηκε από την αμερικανική ακτοφυλακή· το συγκεκριμένο δεξαμενόπλοιο περιλαμβάνεται σε λίστα κυρώσεων λόγω φερόμενων σχέσεων με το Ιράν και τη Χεζμπολά.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι ο «πλήρης αποκλεισμός» που διέταξε ο Τραμπ είναι ασαφώς διατυπωμένος και θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε κάθε πλοίο που μεταφέρει βενεζουελάνικο πετρέλαιο, πλην εκείνων της Chevron. Αυτό αυξάνει το κόστος ναύλων και αποθαρρύνει τις ναυτιλιακές εταιρείες, όπως προειδοποιεί ο Χουάν Σάμπο, πρώην πρόεδρος της κρατικής πετρελαϊκής PdVSA.
Πετρέλαιο, Κίνα και Ρωσία στο φόντο
Η Βενεζουέλα παράγει περίπου 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά εξάγονται – συχνά μέσω «γκρίζων» διαδρομών – κυρίως προς την Ασία. Η PdVSA υποστηρίζει ότι οι εξαγωγές συνεχίζονται κανονικά, ωστόσο ειδικοί προειδοποιούν πως ένας πραγματικός ναυτικός αποκλεισμός θα οδηγούσε γρήγορα σε κατάρρευση της παραγωγής, όπως συνέβη στην απεργία του 2002.
Για τον οικονομολόγο Κάρλος Μεντόσα Ποτέγια, το διακύβευμα ξεπερνά το πετρέλαιο. «Πρόκειται για τον γεωπολιτικό έλεγχο της αμερικανικής ηπείρου και τον ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία», σημειώνει, εντάσσοντας την κρίση στη γενικότερη αναδιάταξη ισχύος παγκοσμίως.
Οικονομική ασφυξία προ των πυλών
Η οικονομία της Βενεζουέλας, ήδη βυθισμένη σε υπερπληθωρισμό, κινδυνεύει με νέα επιδείνωση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι εξαγωγές πετρελαίου ενδέχεται να μειωθούν έως και 45% μέσα στους επόμενους τέσσερις μήνες, με δραματικές συνέπειες στα κρατικά έσοδα, τις εισαγωγές βασικών αγαθών και την ισοτιμία του μπολίβαρ.
Η ανησυχία είναι διάχυτη στο εσωτερικό της χώρας, αν και εκφράζεται συχνά χαμηλόφωνα, υπό τον φόβο διώξεων. Κάποιοι ελπίζουν ότι μια αμερικανική επέμβαση θα σημάνει το τέλος της 26ετούς κυριαρχίας του τσαβισμού. Άλλοι φοβούνται επιστροφή στις σκοτεινές ημέρες της περιόδου 2017–2018, με ελλείψεις, φτώχεια και κοινωνική αναταραχή.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αναμένεται να εξετάσει την κρίση, ωστόσο όσο ο ναυτικός κλοιός σφίγγει, το ερώτημα παραμένει αν η σύγκρουση θα περιοριστεί στην οικονομία ή αν θα ανοίξει τον δρόμο για μια ευρύτερη γεωπολιτική αναμέτρηση στην Καραϊβική.