Σοβαρούς κλυδωνισμούς αναμένεται να δεχθεί το διεθνές σύστημα ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών το 2026, εντείνοντας τους φόβους για μια δύσκολα διαχειρίσιμη πυρηνική κρίση σε ένα ήδη ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη διαδραματίζουν δύο κρίσιμα ορόσημα του πρώτου εξαμήνου: η λήξη της αμερικανορωσικής συνθήκης New Start στις 5 Φεβρουαρίου και η Διάσκεψη Αναθεώρησης της Συνθήκης Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT) τον Απρίλιο στη Νέα Υόρκη.
Η Revcon, που συγκαλείται ανά τετραετία ή πενταετία με στόχο τη διατήρηση της NPT –του βασικού πυλώνα της παγκόσμιας πυρηνικής ασφάλειας– πραγματοποιείται σε ιδιαίτερα δυσμενές κλίμα. Τα 191 κράτη-μέλη της συνθήκης απέτυχαν να καταλήξουν σε κοινό τελικό κείμενο στις δύο προηγούμενες διασκέψεις, εξέλιξη που, σύμφωνα με ειδικούς, είναι πιθανό να επαναληφθεί και το 2026.
«Η επερχόμενη Revcon θα είναι εξαιρετικά δύσκολη», προειδοποίησε στις αρχές Δεκεμβρίου η πρόεδρος του Bulletin of the Atomic Scientists, Alexandra Bell, εκτιμώντας ότι οι προοπτικές για το μέλλον του ελέγχου των πυρηνικών είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ρώσος αναλυτής Αντον Χλοπκόφ μίλησε για μια κατάσταση «σχεδόν πλήρους αποσυναρμολόγησης» του υπάρχοντος πλαισίου, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ρεαλισμού και διατήρησης όσων μηχανισμών έχουν απομείνει.
Το 2025, όπως σημειώνουν ειδικοί, επιβάρυνε περαιτέρω το πυρηνικό τοπίο: από τα αμερικανικά πλήγματα σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις και τις ρωσικές δοκιμές πυρηνοκίνητων πυραύλων, έως τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για ενδεχόμενη επανέναρξη πυρηνικών δοκιμών. Όλα αυτά, σύμφωνα με τη Γαλλίδα αναλύτρια Emmanuelle Maitre, καταδεικνύουν ότι το οικοδόμημα του ελέγχου των εξοπλισμών καταρρέει.
Το σύστημα που οικοδομήθηκε επί δεκαετίες γύρω από τον άξονα Ουάσινγκτον–Μόσχας δοκιμάζεται πλέον από την ταχεία άνοδο της Κίνας και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Όπως επισημαίνει η Hua Han από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, η αλληλεξάρτηση πυρηνικών και συμβατικών δυνάμεων, σε συνδυασμό με νέες τεχνολογίες όπως τα υπερηχητικά όπλα και προγράμματα αντιπυραυλικής άμυνας, έχει μετασχηματίσει την παραδοσιακή έννοια της αποτροπής σε ένα πολυδιάστατο και πιο σύνθετο σχήμα.
Η μετάβαση από το διπολικό μοντέλο του Ψυχρού Πολέμου σε ένα τριπολικό σύστημα, με την ενεργό εμπλοκή της Κίνας, περιπλέκει περαιτέρω τους στρατηγικούς υπολογισμούς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην περιοχή Ασίας–Ειρηνικού. Σε αυτό το πλαίσιο, η τύχη της New Start φαίνεται προδιαγεγραμμένη, καθώς η συνθήκη κινδυνεύει να λήξει χωρίς αντικατάσταση.
Ήδη, όπως τονίζουν αναλυτές, οι βασικοί μηχανισμοί ελέγχου και διαφάνειας έχουν ατονήσει, με την εφαρμογή της συνθήκης να περιορίζεται πλέον σε εθελούσιες δεσμεύσεις για την τήρηση ανώτατων ορίων. Παρά τη λήξη της New Start, δεν αναμένονται άμεσες δραματικές εξελίξεις, καθώς τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία αντιμετωπίζουν πρακτικούς περιορισμούς στην ταχεία ενίσχυση των πυρηνικών τους δυνατοτήτων.
Ωστόσο, σε βάθος χρόνου, η εγκατάλειψη των εργαλείων ελέγχου αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο μιας πυρηνικής κρίσης, σε έναν κόσμο που θα στερείται μηχανισμών συλλογικής διαχείρισης και αποκλιμάκωσης. Όπως συνοψίζει η Emmanuelle Maitre, ακόμη και αν η αποτυχία της Revcon δεν επιφέρει άμεσες συνέπειες, η σταδιακή αποδυνάμωση της NPT περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα διεθνούς συντονισμού σε περίπτωση σοβαρής κρίσης.