Μετά την πολύνεκρη επίθεση στην παραλία Bondi, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανίζι χαρακτήρισε τους δράστες φορείς μιας «ακραίας διαστροφής του Ισλάμ», ενώ η επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, Κρίσι Μπάρετ, ανέφερε ότι οι ένοπλοι, που δολοφόνησαν 15 Εβραίους —μεταξύ τους ένα 10χρονο κορίτσι και μια 87χρονη επιζήσασα του Ολοκαυτώματος— συνδέονταν με το Ισλαμικό Κράτος, τονίζοντας πως πρόκειται για τρομοκρατική οργάνωση και όχι για θρησκεία.
Το άρθρο του FDD υποστηρίζει ότι, τόσα χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, δεν δικαιολογείται πλέον η άγνοια γύρω από τα ιδεολογικά και θεολογικά κίνητρα που επικαλούνται τζιχαντιστικές οργανώσεις. Τονίζεται ότι οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα, το Ισλαμικό Κράτος, η Χεζμπολάχ, η Χαμάς, οι Χούθι και η Μπόκο Χαράμ αντλούν έμπνευση από συγκεκριμένες ερμηνείες ιερών κειμένων, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως συνεχιστές ενός αυστηρού, μαχητικού θρησκευτικού δόγματος.
Γίνεται αναδρομή στην ιστορία, από την κατάρρευση του Χαλιφάτου των Οθωμανών έως την ίδρυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας το 1928, που είχε ως στόχο την αναβίωση θρησκευτικής κυριαρχίας. Παράλληλα, εξηγείται ότι οι τζιχαντιστικές οργανώσεις στρέφονται όχι μόνο κατά «άπιστων», αλλά και κατά μουσουλμάνων που δεν συμμερίζονται τις ακραίες αντιλήψεις τους, μέσω της πρακτικής του «τακφίρ», που οδηγεί ακόμη και σε εκτελέσεις.
Το κείμενο σημειώνει επίσης τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις εντός του Ισλάμ, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική ερμηνεία της πίστης, ενώ αναφέρεται σε πρόσφατες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Καταλήγοντας, ο αρθρογράφος ασκεί κριτική σε πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες που, όπως υποστηρίζει, αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν ευθέως τη σύνδεση ανάμεσα στον θρησκευτικό φανατισμό και τη βία, καλώντας τους να προσεγγίσουν με βαθύτερη γνώση την ιστορία και τη θεολογική διάσταση του προβλήματος.