Με αιχμή την οικονομία και όχημα την «ήπια ισχύ», η Τουρκία επιχειρεί να επαναχαράξει τον γεωπολιτικό της ρόλο στον ευρύτερο τουρκικό κόσμο, παρουσιάζοντας το νέο «Έγγραφο Οράματος του Τουρκικού Κόσμου». Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έκρυψε ότι η οικονομική ολοκλήρωση αποτελεί τον βασικό μοχλό της στρατηγικής αυτής, η οποία φιλοδοξεί να μετατρέψει τα τουρκόφωνα κράτη σε έναν ενιαίο οικονομικό και πολιτικό χώρο με κέντρο βάρους την Άγκυρα.
Πίσω από τις αναφορές σε εμπόριο, επενδύσεις και κοινή αγορά, διαμορφώνεται ένα σχέδιο οικονομικού επεκτατισμού που υπερβαίνει τις καθαρά εμπορικές σχέσεις. Η σύνδεση ενεργειακών διαδρόμων, δικτύων logistics και ψηφιακών υποδομών συνθέτει ένα πλέγμα εξαρτήσεων, μέσα από το οποίο η Τουρκία επιδιώκει να εδραιωθεί ως αναντικατάστατος κόμβος μεταξύ Κεντρικής Ασίας, Καυκάσου και Ευρώπης.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται στους λεγόμενους «μεσαίους διαδρόμους» μεταφορών, όπως οι διαδρομές μέσω Κασπίας και Αζερμπαϊτζάν, που παρουσιάζονται ως εμπορικές αρτηρίες αλλά λειτουργούν ταυτόχρονα ως γεωπολιτικά εργαλεία. Η ενίσχυση του εμπορίου στα 100 δισ. δολάρια δεν είναι απλώς οικονομικός στόχος, αλλά πολιτική δήλωση για τη δημιουργία μιας τουρκικής σφαίρας επιρροής.
Παράλληλα, η Άγκυρα ενεργοποιεί συστηματικά μηχανισμούς ήπιας ισχύος: εκπαιδευτικά ιδρύματα, θρησκευτικούς φορείς, πολιτιστικά ινστιτούτα και αναπτυξιακές υπηρεσίες λειτουργούν ως δίαυλοι πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής. Ο ρόλος οργανισμών όπως η TIKA, το Ίδρυμα Maarif και το Ινστιτούτο Yunus Emre εντάσσεται σε μια στρατηγική καλλιέργειας κοινής ταυτότητας και εξάρτησης από την τουρκική τεχνογνωσία.
Το αφήγημα της «αδελφότητας των τουρκικών λαών» και της «πολυδιάστατης συνεργασίας» παραπέμπει ευθέως στη νεοοθωμανική προσέγγιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: λιγότερη έμφαση σε άμεση στρατιωτική παρουσία και περισσότερη σε οικονομικούς, θεσμικούς και πολιτιστικούς δεσμούς που παγιώνουν την τουρκική επιρροή μακροπρόθεσμα.
Με το νέο αυτό όραμα, η Τουρκία επιχειρεί να μετατρέψει την οικονομία σε εργαλείο γεωπολιτικής αναβάθμισης, οικοδομώντας ένα δίκτυο κρατών που θα κινούνται σε κοινή τροχιά με την Άγκυρα. Πρόκειται για μια στρατηγική που, πίσω από τον τεχνοκρατικό λόγο περί ανάπτυξης, αποκαλύπτει μια ξεκάθαρη φιλοδοξία: την ανασύσταση επιρροής σε περιοχές που η τουρκική ηγεσία θεωρεί ιστορικά και πολιτικά συνδεδεμένες με τον δικό της ρόλο στον 21ο αιώνα.