Η ισλαμοποίηση ως όπλο: Ο Ερντογάν, οι μετατροπές μνημείων και ο νεοοθωμανικός αναθεωρητισμός

 
αγιος ορος

Πηγή Φωτογραφίας: ANKA

Ενημερώθηκε: 07/09/25 - 18:46

Του Γιάννη Μιχελάκη

Η πρόσφατη απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας (Danıştay), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή διεθνών προσωπικοτήτων και Τούρκων πολιτών για να παραμείνει η περίφημη Μονή της Χώρας μουσείο, αποτελεί την αφορμή για να επανέλθει στο προσκήνιο η συστηματική πολιτική ισλαμοποίησης που εφαρμόζει το καθεστώς Ερντογάν.

Πρόκειται για δικαστήριο που βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο του κυβερνώντος AKP και του πολιτικού του συμμάχου, του ισλαμοφασίστα Ντεβλέτ Μπαχτσελί, αρχηγού του εθνικιστικού ΜΗΡ. Η απόφαση αυτή, που άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη διαχείριση του μνημείου από τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet), δεν είναι μια απλή νομική εξέλιξη· είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια στρατηγική που μετατρέπει την πολιτιστική κληρονομιά σε όπλο αναθεωρητισμού και ισλαμισμού.

Η εικόνα του Ταγίπ Ερντογάν να εγκαινιάζει το 2024 τη Μονή της Χώρας – το παγκοσμίως γνωστό βυζαντινό μνημείο που μετονομάστηκε σε τέμενος Kariye Camii – δεν είναι απλώς μια πράξη θρησκευτικής διαχείρισης. Είναι ένα μήνυμα με πολλαπλούς αποδέκτες: προς το εσωτερικό ακροατήριο που θέλει ισλαμιστικό σύμβολο νίκης απέναντι στον κεμαλισμό, προς τον μουσουλμανικό κόσμο που βλέπει την Τουρκία να διεκδικεί ρόλο χαλίφη και προς τη Δύση που δέχεται ακόμη μια πρόκληση στον πολιτισμικό και πολιτικό της χάρτη.

Η Τουρκία του Ερντογάν έχει περάσει πλέον από τις απλές προκλήσεις στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο σε μια ευρύτερη στρατηγική πολιτισμικής ισχύος, όπου τα μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς εργαλειοποιούνται για την ενίσχυση του ισλαμικού αφηγήματος και του νεοοθωμανικού σχεδιασμού. Η Αγία Σοφία το 2020 αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο βήμα· η Χώρα ήρθε ως συνέχεια· και ήδη συζητείται η πιθανότητα νέων μετατροπών.

Η πολιτική σημειολογία της «κατάκτησης»

Όταν ο Ερντογάν μπήκε στην Αγία Σοφία με σπαθί στο χέρι, ο συμβολισμός δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Ήταν μια τελετουργική αναπαράσταση «κατάκτησης» που στόχευε να ξαναγράψει την ιστορία, σβήνοντας το κεμαλικό καθεστώς που είχε μετατρέψει τα μνημεία αυτά σε μουσεία ανοιχτά στην ανθρωπότητα. Με αυτή την κίνηση, η ισλαμική ταυτότητα όχι μόνο υπερτερεί, αλλά παρουσιάζεται ως η μόνη νομιμοποιημένη.

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (Danıştay), που νομιμοποιούν αυτές τις μετατροπές με επίκληση του καθεστώτος «waqf», δηλαδή ευσεβών κληροδοτημάτων που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, δίνουν το απαραίτητο νομικό άλλοθι. Στην πράξη, όμως, αποτελούν πολιτικές αποφάσεις με βαθύτατα ιδεολογικό φορτίο.

Εσωτερικό μέτωπο: Εθνικισμός + Ισλάμ

Για το εσωτερικό ακροατήριο, οι μετατροπές λειτουργούν ως εργαλείο συσπείρωσης. Ο Ερντογάν ξέρει πως η κοινωνική δυσαρέσκεια για την οικονομία και τη διαφθορά δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Αντιθέτως, η «νίκη του Ισλάμ» απέναντι στον κεμαλισμό και στη Δύση ενεργοποιεί το εθνικιστικό-θρησκευτικό συναίσθημα. Πρόκειται για συνταγή που ενώνει το AKP με τους Γκρίζους Λύκους του MHP και θεμελιώνει την πολιτική κυριαρχία του προέδρου.

Το Carnegie Endowment και το γερμανικό SWP έχουν καταγράψει την πολιτική αυτή ως «υψηλού συμβολισμού, σκόπιμα διχαστική επιλογή», που διατηρεί τον Ερντογάν ισχυρό παίκτη, ακόμη και σε δύσκολες περιόδους. Ο πολιτισμός μετατρέπεται σε όπλο πολιτικής επιβίωσης.

Το χαλιφικό αφήγημα και η εξαγωγή ισχύος

Πέρα όμως από τα εσωτερικά, υπάρχει και το εξωτερικό μήνυμα. Με κάθε μετατροπή μνημείου, ο Ερντογάν στέλνει σήμα στον μουσουλμανικό κόσμο ότι η Τουρκία είναι η «προστάτιδα» του Ισλάμ. Η ρητορική του για την Ιερουσαλήμ και το τέμενος Αλ-Άκσα δεν είναι τυχαία. Συνδέει τα μεγάλα σύμβολα του Ισλάμ με την τουρκική ηγεσία, καλλιεργώντας την εικόνα ενός ηγέτη που φιλοδοξεί να παίξει τον ρόλο χαλίφη.

Η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet) είναι ο βασικός μηχανισμός αυτής της στρατηγικής. Με τεράστιες αυξήσεις στον προϋπολογισμό της, με εκατοντάδες νέους ιμάμηδες και με δίκτυα τεμενών σε Ευρώπη, Βαλκάνια, Αφρική και ΗΠΑ, η Diyanet έχει μετατραπεί σε εργαλείο «θρησκευτικής διπλωματίας» της Άγκυρας. Το Diyanet Center of America στο Maryland και τα νέα τεμένη στα Βαλκάνια είναι παραδείγματα της επέκτασης αυτής.

Οι διεθνείς αντιδράσεις

Οι αντιδράσεις της UNESCO και της διεθνούς πολιτιστικής κοινότητας ήταν έντονες, με επίσημες αναφορές για αλλοίωση της «οικουμενικής αξίας» των μνημείων. Ωστόσο, η Άγκυρα αγνόησε συστηματικά αυτές τις προειδοποιήσεις, γνωρίζοντας ότι οι διεθνείς μηχανισμοί έχουν περιορισμένα μέσα πίεσης.

Ακόμη και στον αραβικό κόσμο, η εικόνα της Τουρκίας διχάζει. Από τη μια πλευρά, οι μάζες που συγκινούνται με την ισλαμική ρητορική του Ερντογάν. Από την άλλη, τα καθεστώτα Σαουδικής Αραβίας, Αιγύπτου και ΗΑΕ, που βλέπουν με καχυποψία μια Τουρκία που αναδεικνύεται σε ιδεολογικό ανταγωνιστή και εκφραστή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Η αντίδραση του Ισραήλ είναι ακόμη πιο σαφής: θεωρεί την ισλαμοποίηση των μνημείων συνέχεια της νεοοθωμανικής στρατηγικής που συνδέεται άμεσα με την υποστήριξη της Χαμάς και την αντι-ισραηλινή πολιτική της Άγκυρας.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα

Για την Ελλάδα, η στρατηγική Ερντογάν δεν είναι μια μακρινή πολιτιστική επιλογή. Έχει άμεσες προεκτάσεις:

  1. Διπλωματικό πεδίο: Κάθε μετατροπή μνημείου εντείνει την αντιπαράθεση σε UNESCO και ΕΕ, δίνοντας στην Αθήνα αφορμή να αναδείξει την τουρκική παραβατικότητα.
  2. Οικουμενικό Πατριαρχείο: Η εργαλειοποίηση των θρησκευτικών ζητημάτων δημιουργεί πίεση και στον θεσμό της Κωνσταντινούπολης. Η Άγκυρα κρατά «παγωμένη» τη Σχολή της Χάλκης, χρησιμοποιώντας την ως διαπραγματευτικό χαρτί.
  3. Βαλκάνια: Η «διπλωματία των τεμενών» της Diyanet στα Βαλκάνια οικοδομεί δίκτυα επιρροής σε περιοχές που αποτελούν ζωτικό χώρο για την Ελλάδα. Το μεγάλο τέμενος των Τιράνων είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.
  4. Στρατηγική αφήγηση: Η «επανάκτηση» βυζαντινών μνημείων συνομιλεί με τη «Γαλάζια Πατρίδα» και τις κινήσεις στη Λιβύη, συγκροτώντας ένα ενιαίο νεοοθωμανικό αφήγημα που θέλει να ξαναγράψει σύνορα, ιστορία και ισορροπίες.

Η πολιτισμική όψη του αναθεωρητισμού

Η Τουρκία του Ερντογάν δεν αρκείται πλέον σε στρατιωτικές ή ενεργειακές κινήσεις. Έχει περάσει στο επίπεδο της «πολιτισμικής γεωπολιτικής». Τα μνημεία, οι τελετουργίες και οι συμβολισμοί αποτελούν ισχυρά όπλα που ενισχύουν την εικόνα της Τουρκίας ως ηγέτιδας δύναμης του Ισλάμ και ταυτόχρονα αποδυναμώνουν το αφήγημα της Δύσης περί «πολυπολιτισμικότητας» και «παγκόσμιας κληρονομιάς».

Για την Ελλάδα και την Κύπρο, αυτό σημαίνει ότι η αντιπαράθεση με την Τουρκία δεν περιορίζεται στο πεδίο της άμυνας και της ενέργειας. Είναι και πολιτισμική. Η υπεράσπιση της βυζαντινής κληρονομιάς δεν είναι απλώς θέμα πολιτισμού – είναι θέμα εθνικής ασφάλειας και γεωπολιτικής ισορροπίας.

Συμπερασματικά, ο Ερντογάν χτίζει μεθοδικά ένα αφήγημα που θέλει την Τουρκία κληρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Χώρας σε τζαμιά δεν είναι μεμονωμένες κινήσεις, αλλά κομμάτια μιας στρατηγικής που συνδυάζει εθνικισμό, ισλαμισμό και αναθεωρητισμό.

Η Δύση δείχνει αδύναμη να απαντήσει ουσιαστικά. Ο αραβικός κόσμος παραμένει διχασμένος. Και η Ελλάδα, ως γειτονικό κράτος και θεματοφύλακας της βυζαντινής κληρονομιάς, έχει καθήκον να αντιτάξει μια στρατηγική που θα αποκαλύπτει τη βαθύτερη στόχευση του Ερντογάν: την επιστροφή σε έναν νέο οθωμανικό χάρτη, με την Τουρκία στον ρόλο του χαλίφη.

ΠΗΓΗ: tomanifesto.gr

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ