Η συζήτηση γύρω από τους S-400 επανέρχεται δυναμικά στον τουρκικό δημόσιο διάλογο, με τα μέσα ενημέρωσης και τους αναλυτές να αναδεικνύουν το κόστος, τις αντιφάσεις και τα εξαιρετικά περιορισμένα περιθώρια ελιγμών της Άγκυρας μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας. Το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως εργαλείο άμυνας, αλλά ως πρόβλημα που δεσμεύει στρατηγικά την τουρκική εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Σύμφωνα με ανάλυση της Deutsche Welle Τουρκίας, οι S-400 συνιστούν ένα δομικό αδιέξοδο. Η συζήτηση δεν είναι μόνο τεχνική ή νομική, αλλά βαθιά πολιτική, καθώς οποιαδήποτε απόπειρα «απεμπλοκής» από το σύστημα συνεπάγεται σοβαρό εσωτερικό και διεθνές κόστος. Ο αναλυτής άμυνας Οζγκιούρ Εκσί περιγράφει θεωρητικά σενάρια –μεταπώληση, επιστροφή ή αποσυναρμολόγηση– τα οποία, στην πράξη, προϋποθέτουν τη συγκατάθεση της Ρωσία και δύσκολα μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς απώλειες.
Ακόμη πιο κατηγορηματικός εμφανίζεται ο πρώην διπλωμάτης Σινάν Ουλγκέν, ο οποίος μεταφράζει το τεχνικό πρόβλημα σε πολιτικό ναρκοπέδιο. Η πλήρης αχρήστευση του συστήματος, αν και θεωρητικά θα μπορούσε να άρει κάποιες πιέσεις, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να δικαιολογηθεί στους ψηφοφόρους, δεδομένου του υψηλού κόστους αγοράς του. Όπως επισημαίνει, μια τέτοια επιλογή θα εξέθετε την κυβέρνηση σε σκληρή κριτική για σπατάλη και στρατηγική αποτυχία.
Η ανάλυση φωτίζει και τη νομική διάσταση, υπενθυμίζοντας ότι οι αμερικανικές κυρώσεις βάσει του νόμου CAATSA δεν αίρονται απλώς με την αδρανή διατήρηση των S-400. Στο ίδιο πλαίσιο τίθεται και το ζήτημα της άνισης μεταχείρισης, καθώς η Τουρκία αποκλείεται από τα μαχητικά F-35 λόγω των S-400, την ώρα που άλλες χώρες με αντίστοιχα συστήματα δεν αντιμετωπίζουν το ίδιο εμπόδιο.
Όσον αφορά τη στάση της Μόσχας, οι αναλυτές συμφωνούν ότι η ΝΑΤΟ-ϊκή τριβή που προκάλεσε η υπόθεση λειτούργησε προς όφελος της Ρωσίας. Κατά τον Ουλγκέν, το Κρεμλίνο δεν έχει ουσιαστικό κίνητρο να διευκολύνει την Άγκυρα, καθώς έχει ήδη αποκομίσει τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά οφέλη. Αντίθετα, η ακαδημαϊκός Τουμπά Ελντέμ βλέπει ένα στενό παράθυρο ευκαιρίας, συνδέοντας ενδεχόμενη επιστροφή των συστημάτων με τις απώλειες της Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας, αν και προειδοποιεί ότι το τίμημα θα ήταν βαρύ.
Η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Τζουμχουριέτ μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο του πολιτικού κύρους. Ο αναλυτής Αϊντίν Σεζέρ υποστηρίζει ότι οι S-400 έχουν ήδη εξυπηρετήσει τα ρωσικά συμφέροντα και ότι μια ενδεχόμενη επιστροφή τους θα συνιστούσε πολιτική ήττα και στροφή 180 μοιρών για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα.
Την ίδια στιγμή, το κρατικό πρακτορείο Ανατολού, επικαλούμενο το Κρεμλίνο, αναφέρει ότι το ζήτημα δεν τέθηκε καν στη συνάντηση του Βλαντίμιρ Πούτιν με τον Τούρκο πρόεδρο. Στον τουρκικό Τύπο, η αποσιώπηση αυτή ερμηνεύεται όχι ως κλείσιμο του θέματος, αλλά ως ένδειξη ότι παραμένει ανοικτό, βαρύ και πολιτικά εκρηκτικό.
Συνολικά, τα τουρκικά μέσα σκιαγραφούν τους S-400 ως ένα σύμβολο στρατηγικού εγκλωβισμού: ένα σύστημα που καθηλώνει την Άγκυρα ανάμεσα σε διεθνείς δεσμεύσεις, νομικούς περιορισμούς και δύσκολες πολιτικές αναδιπλώσεις, για τις οποίες αργά ή γρήγορα θα ζητηθούν απαντήσεις από το εσωτερικό ακροατήριο.