Η αγορά από την Τουρκία των ρωσικών S400 ή η διπλωματία των εξοπλισμών

 
Η αγορά από την Τουρκία των ρωσικών S400 ή η διπλωματία των εξοπλισμών

Ενημερώθηκε: 28/07/17 - 12:29

Αρθρογράφος: Χρήστος Μπότζιος

Αίσθηση είχε προκαλέσει διεθνώς το embargo όπως και η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Κατάρ από τρεις ομόθρησκες αραβικές χώρες την Σαουδική Αραβία,τα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν.

Κανενός,πάντως,δεν είχε διαφύγει της προσοχής ότι το γεγονός σχεδόν συνέπεσε με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στο Ριάντ ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Ντόναλτ Τράμπ ο οποίος επέστρεψε στην χώρα του έχοντας εξασφαλίσει την πώληση στους Σαουδάραβες πολεμικού υλικού,κυρίως μαχητικά αεροσκάφη,αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων! Πολλοί αναλυτές έτειναν να αποδώσουν την στήριξη του Τράμπ προς τη Σαουδική Αραβία σε βάρους του ανταγωνιστικού προς αυτήν Εμιράτου του Κατάρ το οποίο διεκδικεί την ανάληψη της ηγεσίας του Σουνιτικού Ισλαμικού κόσμου στο γεγονός του κολοσσιαίου ποσού για προμήθεια πολεμικού υλικού. Βέβαια θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι ο Πρόεδρος Τράμπ στήριξε την Σαουδική Αραβία με κριτήριο μόνο τη πολιτική των business. Ωστόσο δεν μπορεί να αγνοηθεί και η επίδραση που ασκεί στη πολιτική και το οικονομικό στοιχείο ιδιαίτερα αν τα μεγέθη είναι τόσο υψηλά ακόμη και για μία υπερδύναμη όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα μπορούσαμε όμως να μιλάμε και για μία διπλωματία των εξοπλισμών όρος αδόκιμος μεν αλλά αποτελεί μια διεθνή πραγματικότητα που επηρεάζει τη διεθνή πολιτική.

Η διπλωματία μια ελληνική λέξη που έχει επικρατήσει διεθνώς, δεν αφορά μόνο στην κλασσική της μορφή δηλαδή την πολιτική ανάπτυξη της διμερούς και πολυμερούς συνεργασίας μεταξύ των κρατών. Στην πολιτική διπλωματία έχει προστεθεί και η οικονομική διπλωματία,η πολιτιστική ακόμη και η τεχνολογική. Όποιας μορφής και να είναι δεν παύει να εκφράζει την επιδίωξη αυξήσης της επιρροής μιας χώρας σε βάρος μίας άλλης ή και να την καταστήσει εξαρτημένη..Το τελευταίο είναι συνήθως γνώρισμα της πολιτικής των εξοπλισμών που λίγες μόνο χώρες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν.

Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις η σχέση αυτή μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. Δηλαδή η χώρα που προμηθεύεται εξοπλιστικά συστήματα να χρησιμοποιεί τις προμήθειες και σαν πολιτικό ή διαπραγματευτικό όπλο. Τούτο φαίνεται να συμβαίνει και με την Τουρκία η οποία όταν δεν βρήκε ανταπόκριση ,όπως διατείνονται , στη Δύση εστράφησαν προς τη Ρωσική αγορά με την υπογραφή συμφωνίας όπως ανήγγειλε ο Πρόεδρος Ερντογάν πυραυλικών συστημάτων τύπου S 400 προηγμένης τεχνολογίας που διαθέτουν αμυντικές και επιθετικές ικανότητες. Όπως αναμενότανε οι πρώτες δυτικές αντιδράσεις προήλθαν από τις ΗΠΑ.. Επιτελάρχης του Πενταγώνου σε δηλώσεις του καίτοι αναγνώρισε στη Τουρκία το δικαίωμα προμήθειας οπλικών συστημάτων,εξέφρασε την ανησυχία του ότι η Τουρκία ,μια Νατοική χώρα προμηθεύεται ρωσικά αεροσκάφη που δεν είναι συμβατά με τα οπλικά συστήματα των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Και από ελληνικής πλευράς υπήρξαν αντιδράσεις με δηλώσεις του Υπουργού Άμυνας κ.Πάνου Καμένου.

Σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα ThinkNews φέρεται να είπε ότι << Αν η Τουρκία αγοράσει S 400, αλλάζουν τα δεδομένα. Οι φίλοι και ομόδοξοι Ρώσοι πρέπει να καταλάβουν πως δεν μπορούν να εξοπλίζουν την Τουρκία με συστήματα τέτοια που θα ανατρέψουν την ισορροπία στο Αιγαίο.>>. Οι δηλώσεις του Έλληνα Υπουργού αν και ορθές ως προς την ουσία ,κρίνονται μάλλον ως βεβιασμένες. Εξάλλου η επίκληση του ομοδόξου με την Ρωσία είναι συναισθηματικού και όχι πολιτικού χαρακτήρα. Σημειώνεται ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έσπευσε, δίνοντας απάντηση περισσότερο προς τους αμερικανούς να υπενθυμίσει την προμήθεια από την Ελλάδα τα πυραυλικά συστήματα S 300.

Ο κ. Ερντογάν παρέλειψε βέβαια να αναφερθεί,προφανώς εσκεμμένα, στις σφοδρές αντιδράσεις των Αμερικανών αλλά και υψηλών Αξιωματούχων του ΝΑΤΟ γεγονός που ανάγκασε την τότε ελληνική κυβέρνηση να περιορίσει την τοποθέτησή τους στη Κρήτη αντι της Κύπρου που ηταν ο βασικός προορισμός. Ανεξάρτητα πάντως των αντιδράσεων που σημειώθηκαν εκατέρωθεν, η συμφωνία μεταξύ Μόσχας- Αγκύρας που ακόμη δεν εχει επιβεβαιωθεί από ρωσικής πλευράς επισήμως, θέτει δύο καίρια και ουσιώδη ερωτήματα. Το πρώτο αφορά στους λόγους που ώθησαν την Άγκυρα να προμηθευθεί τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα και δεύτερον αν πίσω από την απόφαση αυτή κρύβεται μια καλά μελετημένη πολιτική σκοπιμότητα που μπορεί να ανατρέψει τις παραδοσιακές σχέσεις της Τουρκίας προς την Δύση και αντίστροφα.

Τα υπερσύγχρονα ρωσικά πυραυλικά συστήματα τα θέλει για να ανατρέψει τις υφιστάμενες ισορροπίες στο Αιγαίο ή για την Μ.Ανατολή οπου υπάρχει πάντα το φάσμα της δημιουργίας Κουρδικού Κράτους; Η εκτίμηση των τουρκικών στόχων είναι πρωτίστως μέλημα των στρατιωτικών αλλά και του ΝΑΤΟ γενικότερα που με εξαίρεση τους Αμερικανούς μέχρι στιγμής σιωπά. Το δεύτερο ερώτημα αμιγώς πολιτικό αλλά άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρώτο, είναι αν η Αγκυρα με την επιλογή της θέλει να δώσει ένα μήνυμα προς τους δυτικούς ,με ικανή γεύση εκβιασμού, ότι αν η Δύση δεν λάβει σοβαρά υπόψη τα τουρκικά συμφέροντα στο χώρο της Μ.Ανατολής και πάψει την παροχή βοήθεια προς τους Κούρδους, θα στραφεί σε συνεργασία με την Μόσχα. Πόσο ρεαλιστική είναι μία τέτοια προοπτική που θα ανέτρεπε καταστάσεις που χρονολογούνται από εκατονταετίες; Τίποτα βέβαια δεν μπορεί να αποκλεισθεί άμα αλλάξουν ριζικά οι καταστάσεις, ή όλα ισχύουν βάσει της αρχής του REBUS SIC STANTIBUS .