Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, αναμένεται –σύμφωνα με πληροφορίες του NBC News– να ζητήσει από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, την έγκρισή του για νέα στρατιωτική επιχείρηση κατά του Ιράν, με στόχο αυτή τη φορά το βαλλιστικό πυραυλικό του πρόγραμμα. Το θέμα εκτιμάται ότι θα τεθεί σε κατ’ ιδίαν συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία φέρεται να έχει προγραμματιστεί για τις 29 Δεκεμβρίου στο Μαρ-α-Λάγκο, στη Φλόριντα.
Πηγές με άμεση γνώση των ισραηλινών σχεδιασμών, αλλά και πρώην Αμερικανοί αξιωματούχοι, ανέφεραν ότι ο Νετανιάχου σκοπεύει να παρουσιάσει στον Τραμπ εναλλακτικά σενάρια για ενδεχόμενο νέο πλήγμα, υποστηρίζοντας πως η επέκταση του ιρανικού πυραυλικού οπλοστασίου συνιστά αυξανόμενη απειλή που ενδέχεται να απαιτήσει ταχεία αντίδραση. Παράλληλα, θα επιδιώξει να διερευνήσει τον βαθμό στον οποίο οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να συμμετάσχουν ή να συνδράμουν σε μια τέτοια επιχείρηση.
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούνιο οι ΗΠΑ είχαν συμπράξει με το Ισραήλ σε επιθέσεις κατά του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Πλέον, όμως, το επίκεντρο της ισραηλινής ανησυχίας μετατοπίζεται στο βαλλιστικό σκέλος, καθώς –σύμφωνα με ισραηλινές εκτιμήσεις– η Τεχεράνη θα μπορούσε να παράγει έως και 3.000 πυραύλους ετησίως εάν δεν ανακοπεί η αποκατάσταση των σχετικών υποδομών.
Κατά τη διάρκεια του 12ήμερου πολέμου του Ιουνίου, το Ιράν απάντησε στα ισραηλινά πλήγματα με μαζικές εκτοξεύσεις βαλλιστικών πυραύλων, αρκετοί εκ των οποίων έπληξαν με ακρίβεια στόχους στο ισραηλινό έδαφος, προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Σύμφωνα με στοιχεία που επικαλούνται ισραηλινές και διεθνείς πηγές, η Τεχεράνη εκτόξευσε περισσότερους από 500 πυραύλους σε δεκάδες επιθέσεις, αναγκάζοντας Ισραήλ και ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν περίπου 200 αναχαιτιστικά, με κόστος που ξεπέρασε το 1,5 δισ. δολάρια.
Παρά τις απώλειες, Ισραηλινοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι η χώρα τους διατηρεί στρατιωτικό πλεονέκτημα, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι η πυραυλική απειλή του Ιράν παραμένει ουσιαστική και δύσκολα πλήρως ελέγξιμη. Όπως σημειώνουν, μεγάλος αριθμός βαλλιστικών πυραύλων θα ενίσχυε και την άμυνα των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων.
Το Ισραήλ επιμένει ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα έχει στρατιωτικούς σκοπούς, θέση που η Τεχεράνη απορρίπτει επανειλημμένα, υποστηρίζοντας ότι αφορά την παραγωγή ενέργειας και ειρηνικές επιστημονικές χρήσεις.
Την ίδια ώρα, ο αρχηγός των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, αντιστράτηγος Εγιάλ Ζαμίρ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας σύγκρουσης, δηλώνοντας ότι το Ισραήλ θα πλήξει «όπου και όποτε χρειαστεί, σε κοντινά και μακρινά μέτωπα». Ωστόσο, από την Ουάσιγκτον το μήνυμα εμφανίζεται πιο συγκρατημένο. Αμερικανοί αξιωματούχοι ξεκαθαρίζουν ότι, αν και το Ιράν θεωρείται αποσταθεροποιητικός παράγοντας, η παρούσα στρατηγική του Τραμπ βασίζεται στην πολιτική «μέγιστης πίεσης» μέσω κυρώσεων, διπλωματίας και διεθνούς απομόνωσης, όχι σε νέα στρατιωτική εμπλοκή.
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο ίδιος ο Νετανιάχου, ο οποίος άφησε να εννοηθεί ότι η επικείμενη συνάντησή του με τον Τραμπ θα επικεντρωθεί κυρίως στη Γάζα και σε άλλα ανοιχτά περιφερειακά μέτωπα, όπως ο Λίβανος, η Χεζμπολάχ και οι επιθέσεις των Χούθι που επηρεάζουν τη διεθνή ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα.
Παράλληλα, έστειλε αυστηρό μήνυμα προς την Τεχεράνη, προειδοποιώντας ότι κάθε ενέργεια κατά του Ισραήλ θα αντιμετωπιστεί με σφοδρή αντίδραση. Διεθνείς παρατηρητές, πάντως, εκτιμούν ότι ο Τραμπ, ο οποίος έχει επανέλθει στον Λευκό Οίκο με στόχο την αποφυγή νέων πολέμων, δύσκολα θα δώσει άμεσα το «πράσινο φως» για στρατιωτικό χτύπημα κατά του Ιράν, προκρίνοντας τη σταδιακή πίεση αντί μιας σύγκρουσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή.