Οι υπόγειες εντάσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης βγαίνουν πλέον ανοιχτά στην επιφάνεια, με επίκεντρο τον ρόλο της Γαλλίας, τις επιλογές του Εμανουέλ Μακρόν και το αδιέξοδο γύρω από τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας. Τρεις εβδομάδες μετά τη διαρροή στο Der Spiegel τηλεδιάσκεψης κορυφής, όπου ο Γάλλος πρόεδρος φέρεται να εξέφραζε φόβους ότι οι ΗΠΑ μπορεί να «ξεπουλήσουν» το ουκρανικό εδαφικό ζήτημα χωρίς σαφείς εγγυήσεις ασφαλείας, ο ίδιος βρίσκεται στο στόχαστρο σκληρής κριτικής από ευρωπαϊκές πηγές.
Σύμφωνα με ανώτερο διπλωμάτη της ΕΕ που επικαλούνται οι Financial Times, ο Μακρόν «πρόδωσε τον Φρίντριχ Μερτς» στο κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, γνωρίζοντας ότι αυτή η επιλογή θα είχε κόστος. Αφορμή στάθηκε το σχέδιο, που στήριζαν η Κομισιόν και το Βερολίνο, για την αξιοποίηση –ουσιαστικά την κατάσχεση– δεσμευμένων ρωσικών κρατικών κεφαλαίων προκειμένου να ενισχυθεί οικονομικά η Ουκρανία. Το σχέδιο ναυάγησε, αδυνατώντας να συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, και αντικαταστάθηκε από τη λύση ενός ευρωπαϊκού δανείου ύψους 90 δισ. ευρώ.
Η ίδια πηγή περιγράφει έναν Μακρόν πολιτικά αποδυναμωμένο, χωρίς περιθώρια ελιγμών, ο οποίος αναγκάστηκε να συμπαραταχθεί με την Τζόρτζια Μελόνι. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός ηγήθηκε του μπλοκ των χωρών που εξέφρασαν σοβαρές επιφυλάξεις για τις νομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της κατάσχεσης ρωσικών κεφαλαίων, χωρίς όμως να απορρίπτουν εξ αρχής την ιδέα.
Παρότι δημόσια δεν συγκρούστηκε μετωπικά με την πρόταση για το λεγόμενο «δάνειο επανορθώσεων», ο Μακρόν φέρεται να αμφισβήτησε κατ’ ιδίαν τη νομιμότητά του. Το περιβάλλον του μάλιστα άφησε να εννοηθεί ότι η Γαλλία, ήδη πιεσμένη από το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, δύσκολα θα αναλάμβανε εγγυήσεις σε περίπτωση που τα κατασχεμένα ρωσικά κεφάλαια έπρεπε στο μέλλον να επιστραφούν. Σύμφωνα με τους Financial Times, η στάση αυτή έφερε τον Γάλλο πρόεδρο στο ίδιο στρατόπεδο με το Βέλγιο, την Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Τσεχία, ακυρώνοντας οριστικά το σχέδιο.
Το επεισόδιο ανέδειξε βαθύτερες ρωγμές στον γαλλογερμανικό άξονα, με τη διαφωνία Μακρόν–Μερτς να γίνεται πλέον εμφανής. Η «προδοσία», όπως τη χαρακτήρισαν ευρωπαϊκές πηγές, επιβεβαιώθηκε και πολιτικά όταν ο Μακρόν, μετά το πέρας της συνόδου, άνοιξε δημόσια παράθυρο επανέναρξης διαλόγου με τη Ρωσία. Προειδοποίησε μάλιστα ότι, αν η Ευρώπη δεν βρει σύντομα κοινό πλαίσιο, κινδυνεύει να βρεθεί θεατής σε διαπραγματεύσεις όπου Αμερικανοί και Ρώσοι θα μιλούν μεταξύ τους, ερήμην των Ευρωπαίων.
Το μήνυμα έφτασε άμεσα στο Κρεμλίνο. Ο Ντμίτρι Πεσκόφ χαρακτήρισε θετική κάθε ένδειξη πολιτικής βούλησης για διάλογο, ενώ ο ίδιος ο Βλαντίμιρ Πούτιν επανέλαβε ότι η Ρωσία παραμένει ανοιχτή σε συνομιλίες, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα με νόημα ότι «ό,τι και αν κλέψει η ΕΕ, κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να το επιστρέψει». Πιο αιχμηρός, ο Σεργκέι Λαβρόφ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει τις παλαιότερες σκληρές δηλώσεις του Μακρόν, θέτοντας ως προϋπόθεση για διάλογο την «ευπρέπεια» και τις βασικές αρχές συμπεριφοράς.
Η γαλλική προεδρία απάντησε χαρακτηρίζοντας «ευπρόσδεκτη» τη ρωσική διάθεση για διάλογο, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο άμεσης επικοινωνίας Μακρόν–Πούτιν. Την ίδια στιγμή, όμως, η υπόθεση των ρωσικών κεφαλαίων έχει ήδη δοκιμάσει στα όριά της τη συνοχή των «27», με αλληλοκατηγορίες, πολιτική στοχοποίηση ηγετών και μια ΕΕ που δείχνει βαθιά διχασμένη.
Σε αυτό το σκηνικό, Μερτς και φον ντερ Λάιεν εμφανίζονται εκτεθειμένοι ως εκφραστές μιας πιο επιθετικής, σχεδόν εξουσιαστικής γραμμής, με την οποία η Γαλλία δεν δείχνει πλέον διατεθειμένη να ταυτιστεί – ιδίως όταν αυτή συγκρούεται με τους σχεδιασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, που βλέπει τα ρωσικά κεφάλαια ως κρίσιμο διαπραγματευτικό εργαλείο.
Το συμπέρασμα είναι σκληρό αλλά αναπόφευκτο: όσο η Ευρώπη εγκαταλείπει τη βολική αυταπάτη ότι μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο με «ξένα κόλλυβα» και αρχίζει να πληρώνει η ίδια τον λογαριασμό, τόσο αυξάνεται η ανάγκη για ρεαλισμό. Και ο ρεαλισμός αυτός περνά, αργά ή γρήγορα, από μια ευρωπαϊκή απαίτηση: να έχει λόγο –και θέση– στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Με πληροφορίες από capital.gr