Στο περιθώριο της νέας, εύθραυστης πραγματικότητας στη Συρία, πρόσωπα-κλειδιά του παλαιού καθεστώτος φέρονται να κινούνται παρασκηνιακά από το εξωτερικό, με στόχο την υπονόμευση της μεταβατικής κυβέρνησης και, ενδεχομένως, την ανάκτηση εδαφών. Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη δραστηριότητα αποδίδεται στον Ράμι Μαχλούφ, Σύρο μεγιστάνα και εξάδελφο του Μπασάρ αλ Άσαντ, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει καταφύγει στη Μόσχα και εμφανίζεται να χρηματοδοτεί κινήσεις πρώην αξιωματούχων του καθεστώτος.
Ο Μαχλούφ, που για χρόνια αποτελούσε βασικό οικονομικό στήριγμα της εξουσίας Άσαντ, φέρεται να αυτοπαρουσιάζεται ως μεσσιανική μορφή έτοιμη να ηγηθεί των Αλαουιτών της Συρίας. Άτομα από το περιβάλλον του υποστηρίζουν ότι πιστεύει πως μπορεί να «προβλέπει» εξελίξεις, βασιζόμενος σε μυστικιστικό κείμενο που διατηρεί στην κατοχή του.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές έρευνες και μαρτυρίες, την οργάνωση μιας ενδεχόμενης ένοπλης εξέγερσης από την εξορία φέρονται να έχουν αναλάβει ο στρατηγός Καμάλ Χασάν, πρώην επικεφαλής των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, και ο Σουχαίλ Χασάν, άλλοτε διοικητής των ειδικών δυνάμεων του Άσαντ. Και οι δύο βρίσκονται αντιμέτωποι με διεθνείς κυρώσεις για εγκλήματα πολέμου, χωρίς αυτό –όπως εκτιμάται– να έχει ανακόψει πλήρως τη δυνατότητά τους να ταξιδεύουν ή να διατηρούν επαφές εντός και εκτός Συρίας.
Το φερόμενο σχέδιο επικεντρώνεται στις παράκτιες περιοχές της Συρίας, όπου κατοικεί η αλαουιτική μειονότητα –στην οποία ανήκει και η οικογένεια Άσαντ– με στόχο την απόσπαση και τον έλεγχο αυτής της ζώνης. Η κατάσταση των Αλαουιτών παραμένει εξαιρετικά επισφαλής, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με αντίποινα από αντάρτικες ομάδες και εκτοπισμένους σουνίτες πληθυσμούς που είχαν υποστεί διώξεις κατά την περίοδο του εμφυλίου. Ήδη, κύκλοι βίας εκδίκησης έχουν στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 1.000 ανθρώπους.
Την ίδια ώρα, η χώρα παραμένει βαθιά τραυματισμένη μετά από έναν πόλεμο που άφησε πίσω του πάνω από 600.000 νεκρούς. Παρά την ανατροπή του Άσαντ, η νέα ηγεσία υπό τον Αχμέντ αλ Σαράα αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, λόγω του παρελθόντος του και των δεσμών που είχε με εξτρεμιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Αλ Κάιντα.
Στοιχεία που έχουν περιέλθει στην κατοχή των New York Times, μέσα από υποκλαπείσες συνομιλίες και μηνύματα, δείχνουν ότι στελέχη του παλαιού καθεστώτος εμφανίζονται αποφασισμένα να περιμένουν μέχρι να «οπλιστούν πλήρως» πριν κινηθούν. Σε μία από τις συνομιλίες, ο πρώην διοικητής της διαβόητης Τέταρτης Μεραρχίας, Γκιάτ Ντάλα, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι δεν θα υπάρξει δράση χωρίς πλήρη στρατιωτική ετοιμότητα.
Οι επικοινωνίες αυτές φέρονται να έχουν συλλεχθεί από ομάδα Σύρων ακτιβιστών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι χάκαραν τα τηλέφωνα ανώτατων αξιωματούχων του καθεστώτος πριν από την κατάρρευσή του και συνεχίζουν να τα παρακολουθούν. Το υλικό, σύμφωνα με τους Times, έχει διασταυρωθεί με πηγές που παρακολουθούν στενά τις κινήσεις των πρώην ισχυρών ανδρών της Δαμασκού.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί ο ρόλος του Σουχαίλ Χασάν, γνωστού ως «Τίγρη», ο οποίος έχει κατηγορηθεί για ακραία βιαιότητα και τακτικές «καμένης γης». Τα μηνύματα αποδίδουν στο δίκτυό του δραστηριότητες στρατολόγησης, εξοπλισμού και χρηματοδότησης μαχητών. Σε επικοινωνίες με τον Μαχλούφ, φέρεται να τον αποκαλεί «αρχιστράτηγο» και να παρουσιάζει στοιχεία για δεκάδες χιλιάδες ενόπλους που διατηρούν ακόμα πρόσβαση σε βαριά όπλα.
Παράλληλα, ο Καμάλ Χασάν εμφανίζεται να δίνει έμφαση στη δημιουργία δικτύων επιρροής, μέσω οργανισμών που προβάλλονται ως ανθρωπιστικοί. Ένα από αυτά, με έδρα τη Βηρυτό, φέρεται –σύμφωνα με πηγές– να χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης προς τη Δύση για την επιβολή «διεθνούς προστασίας» στις αλαουιτικές περιοχές.
Παρά τη σοβαρότητα των αποκαλύψεων, Σύροι αξιωματούχοι που παρακολουθούν τις κινήσεις των εμπλεκομένων εκτιμούν ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, η απειλή μιας συντονισμένης και επιτυχούς αντεπίθεσης παραμένει περιορισμένη. Ωστόσο, το παρασκήνιο δείχνει ότι οι πληγές του συριακού πολέμου απέχουν πολύ από το να επουλωθούν.