Η προοπτική αμερικανικού πλήγματος στο Ιράν έχει προκαλέσει ανοιχτή ρήξη στο εσωτερικό του στρατοπέδου που έφερε τον Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία.
Παρά το φιλοϊσραηλινό προφίλ της διοίκησης και τη σκλήρυνση της στάσης του Λευκού Οίκου, εξέχοντες εκπρόσωποι του κινήματος «America First» αντιδρούν σφοδρά στην πιθανότητα αμερικανικής εμπλοκής.
Ο Στιβ Μπάνον, ο πιο εμβληματικός σύμβουλος του Τραμπ από την εποχή της πρώτης θητείας του, κάλεσε τον πρόεδρο να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να αφήσει το Ισραήλ να «τελειώσει αυτό που ξεκίνησε».
Τόνισε ότι ένα τέτοιο βήμα «θα διχάσει ξανά την Αμερική», ενώ επέκρινε τις προσπάθειες αλλαγής καθεστώτος στο Ιράν ως «ανεδαφικές όταν δεν προέρχονται από τον ίδιο τον λαό».
Στο πλευρό του Μπάνον συντάχθηκαν και άλλες γνωστές φωνές της Δεξιάς, όπως ο Τζακ Ποσόμπεκ, ο πρώην παρουσιαστής του Fox News Τάκερ Κάρλσον και η βουλευτής Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν, η οποία δήλωσε: «Μπουχτίσαμε με τους ξένους πολέμους. Ολους τους».
Ο ίδιος ο Τραμπ επιχείρησε να κατευνάσει τις αντιδράσεις, δηλώνοντας: «Οι υποστηρικτές μου με αγαπούν περισσότερο από ποτέ. Δεν επιδιώκω πόλεμο, αλλά το Ιράν δεν μπορεί να έχει πυρηνικό όπλο».
Το ρήγμα γίνεται εμφανές τη στιγμή που ο πρόεδρος φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο περιορισμένης εμπλοκής για την υποστήριξη της ισραηλινής επιχείρησης.
Οι Ρεπουμπλικανοί εμφανίζονται διχασμένοι: ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ πιέζει τον Τραμπ να «βοηθήσει το Ισραήλ να ολοκληρώσει τη δουλειά», ενώ άλλοι, όπως ο γερουσιαστής Τεντ Κρουζ, δέχονται πυρά για την υποστήριξή τους σε σενάρια ανατροπής του ιρανικού καθεστώτος.
Ο αντιπρόεδρος Τζ.Ντ. Βανς προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δηλώνοντας: «Ο κόσμος έχει δίκιο να ανησυχεί για νέες περιπέτειες, αλλά ο πρόεδρος έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη μας».
Η διευθύντρια Εθνικής Πληροφόρησης, Τούλσι Γκάμπαρντ είχε καταθέσει στο Κογκρέσο πως το Ιράν δεν έχει ενεργοποιήσει ξανά το πρόγραμμα κατασκευής πυρηνικού όπλου που είχε διακόψει το 2003, παρά το γεγονός ότι τα αποθέματα εμπλουτισμένου ουρανίου έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά. Μετά τις δηλώσεις Τραμπ, προσπάθησε να γεφυρώσει τη διαφωνία, λέγοντας πως μοιράζονται «την ίδια ανησυχία» για τα επίπεδα εμπλουτισμού.
Αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: ο πρόεδρος θεωρεί πως οι υπηρεσίες πληροφοριών τον φρενάρουν. Κι αυτό δίνει δύναμη στο στρατόπεδο των «γερακιών» – από τον Υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ έως Ισραηλινούς αξιωματούχους – που επικαλούνται την τελευταία ανακοίνωση του Διεθνή Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας ότι το Ιράν παραβιάζει για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων.
Η επιστροφή των κατασκευασμένων απειλών;
Οι πιο σκεπτικιστές, όπως ο Τάκερ Κάρλσον και η Μάρτζορι Τέιλορ Γκριν (από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές) βλέπουν στον λόγο περί πυρηνικής απειλής μια επανάληψη του 2003: «Το πραγματικό ρήγμα δεν είναι ανάμεσα σε φιλοϊσραηλινούς και φιλοπαλαιστίνιους», έγραψε ο Κάρλσον στο Χ, «αλλά ανάμεσα σε όσους ενθαρρύνουν αβίαστα τη βία και σε όσους θέλουν να την αποτρέψουν».
Πράγματι, δεν είναι λίγοι αυτοί που θυμούνται τον Κόλιν Πάουελ να δείχνει μία φιαλίδια με «άνθρακα» στον ΟΗΕ, κάνοντας λόγο για όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ – τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. Και ενώ οι συνέπειες αυτής της απόφασης στιγμάτισαν τις ΗΠΑ για δεκαετίες, σήμερα ο Τραμπ μοιάζει να αγνοεί τα ίδια του τα «όργανα», σχολιάζει το BBC.
Η ειρωνεία της Ιστορίας
Το παράδοξο είναι πως ο Τραμπ, που οικοδόμησε την πολιτική του ταυτότητα πάνω στην απόρριψη του πολέμου του Ιράκ, τώρα κινείται σε μια διαδρομή που θυμίζει τον Τζορτζ Μπους. Παρότι ο αντιπρόεδρος του, Τζέι Ντι Βανς, υπερασπίζεται τη Γκάμπαρντ, δηλώνει επίσης ότι «ο πρόεδρος έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη μας».
Η ρήξη δεν είναι απλώς θεσμική. Είναι πολιτική, ιδεολογική και προσωπική. Και φέρνει στην επιφάνεια μια βαθιά διχοτόμηση μέσα στο «America First» στρατόπεδο: απομόνωση ή στρατιωτική δράση;
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι σκληρή. Ο Τραμπ ανέβηκε στην εξουσία το 2016, εν μέρει χάρη στη δυσαρέσκεια των Ρεπουμπλικανών με τον πόλεμο στο Ιράκ. Εννέα χρόνια μετά, βρίσκεται μπροστά στο δικό του δίλημμα: να εμπιστευτεί τις υπηρεσίες του ή να τις αγνοήσει; Και ποιο θα είναι το «μάθημα» αυτή τη φορά; Αν υπάρξει.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι κάθε του κίνηση, κάθε του φράση, κάθε του απόφαση μπορεί να ανάψει μία φωτιά που δεν θα σβήσει εύκολα.