Στην υπόθεση με τις συνολικά δέκα συλλήψεις τελωνειακών και εκτελωνιστών στο λιμάνι του Πειραιά για φορολογική απάτη-μαμούθ με κινεζικά προϊόντα αναφέρθηκε, με δηλώσεις της στους Financial Times, η γενική εισαγγελέας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Λάουρα Κοβέσι.
H έλευση της κ. Κοβέσι στην Ελλάδα έχει βασική στόχευση τα όσα συμβαίνουν στο λιμάνι του Πειραιά καθώς η ίδια εκτιμά, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι προκύπτει μείζον πρόβλημα με τις δραστηριότητες που σχετίζονται με παράνομη διακίνηση προϊόντων και με την αδυναμία των Αρχών του λιμανιού να τις ελέγξουν.
Η γενική εισαγγελέας της Ε.Ε. δήλωσε στους FΤ ότι τα κατασχεμένα ευρώ από τα τελωνεία στον Πειραιά ήταν κέρδη από εγκληματική επιχείρηση αποστολής αγαθών στην Ευρώπη σε «μαζική» κλίμακα χωρίς την καταβολή των απαιτούμενων δασμών και φόρων, με βέβαιη και τη συνενοχή κρατικών λειτουργών.
Κατά τη διάρκεια εφόδων στο λιμάνι του Πειραιά τον Ιούνιο, οι αστυνομικοί κατέσχεσαν 2,7 εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά στο γραφείο ενός τελωνειακού μεσίτη — ένα απόθεμα που θα ζύγιζε περισσότερα από 25 κιλά σε χαρτονομίσματα των 100 ευρώ — και άλλα 300.000 ευρώ στο σπίτι του, είπε η Ευρωπαία εισαγγελέας σε δηλώσεις της που δημοσιεύονται σήμερα, Τετάρτη, στους FT.
Η αστυνομία κατάσχεσε επίσης περιουσιακά στοιχεία και αυτοκίνητα, καθώς και περισσότερα από 2.400 εμπορευματοκιβώτια αξίας περίπου 250 εκατομμυρίων ευρώ. «Αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάσχεση εμπορευματοκιβωτίων στην Ε.Ε. μέχρι σήμερα», δήλωσε η κα Κοβέσι. «Στοχεύουμε σε εγκληματικά δίκτυα που οργανώνουν μαζικές εισαγωγές αγαθών από την Κίνα και αποφεύγουν τους τελωνειακούς δασμούς και διαπράττουν μεγάλης κλίμακας απάτη στον ΦΠΑ», πρόσθεσε.
«Αυτό δεν μπορεί να συμβεί χωρίς διαφθορά. Υπήρχαν δημόσιοι υπάλληλοι που τους βοήθησαν, γιατί διαφορετικά δεν μπορείς να θέσεις σε εφαρμογή αυτό το τεράστιο σχέδιο», είπε η εισαγγελέας στη βρετανική εφημερίδα.
Η κα Κοβέσι, η οποία έγινε η πρώτη Ευρωπαία γενική εισαγγελέας όταν δημιουργήθηκε το γραφείο αυτό το 2019, δήλωσε ότι «το οργανωμένο έγκλημα αυξάνεται και γίνεται ισχυρότερο εξαπατώντας την Ε.Ε. και τους εθνικούς προϋπολογισμούς».
Η απάτη στον ΦΠΑ έχει γίνει «η πιο ελκυστική» εγκληματική δραστηριότητα στην Ε.Ε., είπε, συχνά συμβαδίζοντας με την απάτη στους τελωνειακούς δασμούς. «Οι απάτες στον ΦΠΑ αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ των εκτιμώμενων ζημιών σε αυτό που ερευνούμε», ανέφερε ακόμη, προσθέτοντας ότι η απάτη στον ΦΠΑ κοστίζει στην Ε.Ε. περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Εξήγησε ακόμη ότι κινεζικές εγκληματικές ομάδες συμμετείχαν στις περισσότερες από τις τρέχουσες έρευνες για απάτη στον ΦΠΑ, συμπεριλαμβανομένης αυτής στην Ελλάδα, καθώς «θα ήθελαν να κυριαρχήσουν σε όλη την παραγωγή της αλυσίδας εφοδιασμού… και να πληρώσουν ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό».
«Αν δεν πληρώνετε κανένα είδος φόρου, μπορείτε να πουλήσετε αυτά τα αγαθά σε χαμηλότερη τιμή από το συνηθισμένο. Και με αυτόν τον τρόπο να επηρεάσετε τους παραγωγούς που εδρεύουν στην Ευρώπη», δήλωσε η κα Κοβέσι.
Αφορμή για την ευρωπαϊκή έρευνα έδωσαν δύο μικρότερες υποθέσεις που αφορούσαν την αποκάλυψη αποστολών ηλεκτρικών ποδηλάτων και υφασμάτων στον Πειραιά και το ιταλικό λιμάνι του Μπάρι. «Εισήγαγαν ηλεκτρικά ποδήλατα. Αλλά στην πραγματικότητα τα δήλωναν ως αλυσίδες ή ελαστικά», δήλωσε η εισαγγελέας, προσθέτοντας ότι αυτό επέτρεψε στις εγκληματικές ομάδες να αποφύγουν τους ειδικούς δασμούς και να αποκομίσουν «παράνομο κέρδος».
Στην Ελλάδα, η υπόθεση ξεκίνησε με δύο εταιρείες που υπέβαλαν περισσότερες από 5.000 λανθασμένες τελωνειακές δηλώσεις, δήλωσε η Ευρωπαία νομικός. Τελικά, οι δύο εταιρείες αποδείχθηκαν «μπροστινοί» και οι Κινέζοι ιδιοκτήτες πίσω τους συνδέονταν επίσης με την ιταλική υπόθεση, πρόσθεσε. «Είδαμε ότι ήταν οι ίδιες τυπολογίες και το ίδιο μοτίβο».
Οι σπείρες αυτές είναι επίσης ύποπτες για τη δημιουργία εικονικών εταιρειών για να αποφύγουν την πληρωμή ΦΠΑ στο τελικό σημείο πώλησης των αγαθών. «Δημιούργησαν ψεύτικες εταιρείες και κανείς δεν πλήρωσε τίποτα», δήλωσε η κα Κοβέσι.
Δωροδοκία τελωνειακών
Πρόσθεσε ότι οι τελωνειακές αρχές δεν είδαν τα προειδοποιητικά σημάδια στις δηλώσεις στα τελωνεία, παρόλο που υπήρχαν «τεράστιες ενδείξεις για συναγερμό».
Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι οι τελωνειακοί υπάλληλοι «δεν διεξήγαγαν αυτούς τους ελέγχους επειδή κάποιες φορές δωροδοκούνταν».