Η σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν μπήκε στη δεύτερη εβδομάδα της χωρίς σημάδια εκτόνωσης, αλλά με συνεχή κλιμάκωση και διπλωματική αβεβαιότητα.
Ενώ το Ισραήλ συνεχίζει τις αεροπορικές επιθέσεις του σε πυρηνικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ιράν και η Τεχεράνη απαντά με πυραύλους και drones κατά του ισραηλινού εδάφους, οι Ηνωμένες Πολιτείες αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Καρολάιν Λέβιτ ανέφερε πως ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα αποφασίσει μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες εάν οι ΗΠΑ θα εμπλακούν στον πόλεμο.
Διαβάστε τη λεπτό προς λεπτό κάλυψη των γεγονότων
«Υπάρχει σημαντική πιθανότητα να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με το Ιράν στο προσεχές διάστημα. Ο πρόεδρος θα λάβει την απόφασή του βασιζόμενος σε αυτό το δεδομένο», δήλωσε η Λέβιτ, προσθέτοντας πως ο Τραμπ επιδιώκει διπλωματική λύση αλλά δεν διστάζει να δείξει ισχύ. «Είναι ο πρόεδρος της “ειρήνης μέσω ισχύος”. Αν υπάρχει πιθανότητα για διπλωματία, θα την αδράξει αλλά δεν φοβάται να δείξει και δύναμη», είπε.
Το Reuters αποκάλυψε ότι ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, έχει συνομιλήσει τηλεφωνικά αρκετές φορές με τον Ιρανό ΥΠΕΞ Αμπάς Αραγτσί από την έναρξη του πολέμου.
Η Λέβιτ υπογράμμισε πως οποιαδήποτε νέα συμφωνία «θα πρέπει να απαγορεύει τον εμπλουτισμό ουρανίου και να εξαλείφει την ικανότητα του Ιράν να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα».
Τόνισε ότι ο Τραμπ έχει ενημερωθεί για την ισραηλινή επιχείρηση, ενώ διαβεβαίωσε ότι «το Ιράν θα αντιμετωπίσει σοβαρές συνέπειες αν δεν σταματήσει την πυρηνική του δραστηριότητα».
Η Τεχεράνη, πάντως, προειδοποίησε ότι θα ακολουθήσει «διαφορετική στρατηγική» εάν εμπλακεί τρίτος παράγοντας – ευθεία αναφορά στις ΗΠΑ.
BBC: Ανοιξε το παράθυρο της διπλωματίας
Η θερμοκρασία γύρω από ένα ενδεχόμενο αμερικανικό χτύπημα στο Ιράν φαίνεται να μειώνεται αισθητά, έστω και προσωρινά, μετά το μήνυμα που μετέφερε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου από τον Ντόναλντ Τραμπ.
«Με βάση το γεγονός ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις με το Ιράν στο εγγύς μέλλον, θα λάβω την απόφασή μου — εάν θα προχωρήσω ή όχι — μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες», ανέφερε χαρακτηριστικά η Λέβιτ ενώπιον δημοσιογράφων στην Ουάσιγκτον, διαβάζοντας μήνυμα του προέδρου.
Η δήλωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση που κυριαρχούσε μέχρι σήμερα, ότι ο Τραμπ επρόκειτο να ανακοινώσει απόφαση για πιθανή στρατιωτική εμπλοκή άμεσα. Αντί για αυτό, ανοίγει ένα περιορισμένο – αλλά υπαρκτό – παράθυρο διπλωματίας.
Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας πρόκειται να συναντηθούν την Παρασκευή στη Γενεύη με τον Ιρανό ομόλογό τους. Παρότι οι ΗΠΑ δεν θα συμμετάσχουν επίσημα, η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου επιβεβαίωσε ότι συνεχίζεται η απευθείας επικοινωνία μεταξύ Αμερικανών και Ιρανών διαπραγματευτών.
Η νέα στάση του προέδρου δίνει σε πολλούς αφορμή για μερική ανακούφιση, εν μέσω ενός πολέμου που φαινόταν να κινείται εκτός ελέγχου. Ωστόσο, όσοι γνωρίζουν τη ρητορική Τραμπ, παραμένουν επιφυλακτικοί — ένα μόνο tweet του αρκεί για να ανατρέψει κάθε βεβαιότητα.
Πυραυλικά πλήγματα
Το Ισραήλ έπληξε την Πέμπτη εγκαταστάσεις σε Νατάνζ, Ισφαχάν και Χοντάμπ, ενώ το Ιράν εξαπέλυσε πυραυλική επίθεση που προκάλεσε σειρά τραυματισμών (40 τραυματίες — κυρίως ιατρικό προσωπικό και ασθενείς) και σοβαρές ζημιές στο Κέντρο Σορόκα στη Μπερσέβα. Το Ιράν δήλωσε πως στόχος του ήταν στρατιωτικά επιτελεία κοντά στο νοσοκομείο, κάτι που διαψεύστηκε από τις ισραηλινές αρχές.
Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου δήλωσε ότι «αλλάζουμε την όψη του κόσμου» και υποστήριξε πως έχουν καταστραφεί «περισσότεροι από τους μισούς εκτοξευτήρες ιρανικών πυραύλων».
Ο υπουργός Άμυνας Ισραέλ Κατζ έδωσε εντολή για εντατικοποίηση των χτυπημάτων «κατά του καθεστώτος των Αγιατολάχ».
Το Ιράν από την πλευρά του χτύπησε με πυραύλους και drones βιομηχανικές εγκαταστάσεις σε Χάιφα και Τελ Αβίβ, αλλά και κατοικίες — όπως στη Ραμάτ Γκαν.
Το απόγευμα της Πέμπτης, η ιρανική αεράμυνα ενεργοποιήθηκε πάνω από τη βόρεια Τεχεράνη, με αναφορές για αναχαίτιση «εχθρικών στόχων».
Η διεθνής ανησυχία αυξάνεται, καθώς το Ισραήλ έχει θέσει στο στόχαστρο κεντρικές υποδομές, και το Ιράν κρατά σκοπίμως περιορισμένη τη ροή πληροφοριών για τις απώλειες. Το διαδίκτυο είναι κομμένο και η κινηματογράφηση απαγορεύεται.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας επιβεβαίωσε ότι έχει πληγεί ο αντιδραστήρας βαρέος ύδατος στο Χοντάμπ, χωρίς όμως να εντοπίζονται ραδιολογικές επιπτώσεις. Ο οργανισμός συνεχίζει την παρακολούθηση της κατάστασης.

Στρατιωτικά εκτεθειμένο το Ιράν
Μία εβδομάδα μετά την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης, οι αμυντικές ικανότητες του Ιράν δοκιμάζονται σκληρά.
Η πολεμική μηχανή του Ισραήλ πέτυχε αεροπορική υπεροχή μέσα σε λίγες ώρες, καταστρέφοντας το ένα τρίτο των ιρανικών αντιαεροπορικών συστημάτων.
Αν και η Τεχεράνη απάντησε με περισσότερους από 400 βαλλιστικούς πυραύλους, ο ρυθμός των επιθέσεων μειώνεται δραστικά, λόγω των στοχευμένων χτυπημάτων σε εκτοξευτήρες και ηγεσία.
Οι ισραηλινές επιδρομές έχουν αφήσει το Ιράν με περιορισμένες επιλογές, την ώρα που το Τελ Αβίβ διατηρεί την εναέρια κυριαρχία με ελάχιστες απώλειες.
Η αποτρεπτική ισορροπία μοιάζει να γέρνει, σύμφωνα με αναλυτές, εκτός αν το Ιράν καταφέρει να προκαλέσει σοβαρά πλήγματα σε κρίσιμες ισραηλινές υποδομές — κάτι που έως τώρα δεν έχει συμβεί.

«Αμυντικό μέτρο» το μπλακάουτ στο διαδίκτυο
Το ιρανικό υπουργείο Επικοινωνιών επιβεβαίωσε το σχεδόν πλήρες μπλακάουτ στο διαδίκτυο που έχει επιβληθεί στη χώρα από την έναρξη των εχθροπραξιών με το Ισραήλ, αποδίδοντας τον περιορισμό στην ανάγκη «άμυνας» απέναντι σε εκτεταμένες κυβερνοεπιθέσεις.
Σε ανακοίνωση που μετέδωσε το πρακτορείο Tasnim -συνδεδεμένο με τους Φρουρούς της Επανάστασης- το υπουργείο αναφέρει ότι τις πρώτες ημέρες του πολέμου σημειώθηκαν επιθέσεις σε δύο τράπεζες, μία κρατική και μία ιδιωτική, καθώς και σε μία πλατφόρμα κρυπτονομισμάτων, από την οποία χάθηκαν περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η αποκοπή της πρόσβασης στο διαδίκτυο αποφασίστηκε αφού οι επιθέσεις κλιμακώθηκαν, και όπως υποστηρίζεται, η έντασή τους μειώθηκε μετά το μπλακάουτ που τέθηκε σε ισχύ την Τετάρτη.
Οι ιρανικές αρχές χαρακτηρίζουν το μέτρο «αμυντικό εργαλείο» και δεν αναφέρουν πότε ή αν σκοπεύουν να αποκαταστήσουν πλήρως την πρόσβαση των πολιτών στο διαδίκτυο.