Την ίδια περίοδο που ο Ντόναλντ Τραμπ εξαπέλυε νέες αιχμές κατά της Ευρώπης, χαρακτηρίζοντας τις ευρωπαϊκές χώρες «παρακμάζουσες» και τους ηγέτες τους «αδύναμους», η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε σε μια κίνηση υψηλού ρίσκου και ισχυρού συμβολισμού, επιχειρώντας να αποδείξει ότι παραμένει υπολογίσιμη γεωπολιτική δύναμη.
Με απόφαση που ελήφθη την Πέμπτη, η ΕΕ ενεργοποίησε ρήτρα έκτακτης ανάγκης των Συνθηκών, «παγώνοντας» επ’ αόριστον τα περιουσιακά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, συνολικής αξίας 210 δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία βρίσκονται εντός της επικράτειας του ευρωπαϊκού μπλοκ. Η απόφαση αυτή θωρακίζει τη μεγαλύτερη οικονομική μόχλευση της Ένωσης απέναντι στη Μόσχα, αποκόπτοντας κρίσιμους χρηματοδοτικούς πόρους από τη ρωσική πολεμική μηχανή.
«Στέλνουμε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη Ρωσία: όσο συνεχίζεται αυτός ο βάναυσος επιθετικός πόλεμος, το κόστος θα αυξάνεται», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τονίζοντας παράλληλα ότι η απόφαση αποτελεί και μήνυμα στήριξης προς την Ουκρανία, τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Από τα 210 δισ. ευρώ, τα 185 δισ. βρίσκονται στο Euroclear στις Βρυξέλλες, ενώ τα υπόλοιπα 25 δισ. είναι κατανεμημένα σε τραπεζικά ιδρύματα πέντε κρατών-μελών. Μέχρι σήμερα, τα κεφάλαια αυτά τελούσαν υπό το καθεστώς των κυρώσεων, το οποίο απαιτεί ανανέωση κάθε έξι μήνες με ομοφωνία — μια διαδικασία που, όπως αποδείχθηκε, καθίσταται ολοένα και πιο επισφαλής.
Οι επανειλημμένες απειλές βέτο από την Ουγγαρία νωρίτερα φέτος ανέδειξαν τη θεσμική ευαλωτότητα του μηχανισμού, προκαλώντας έντονη ανησυχία στους κόλπους της ΕΕ. Η εμπειρία αυτή βάρυνε καθοριστικά στη σκέψη της Κομισιόν, όταν επανήλθε με την ιδέα ενός μηδενικού επιτοκίου «δανείου αποζημιώσεων» προς την Ουκρανία, χρηματοδοτούμενου από τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια.
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσαν να προστατευθούν τα περιουσιακά στοιχεία από αιφνίδια βέτο ή πρόωρη αποδέσμευση, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και να πλήξει την ευρωζώνη. Αρχικά εξετάστηκε η ενεργοποίηση του άρθρου 31.2 των Συνθηκών, που θα επέτρεπε τη μετάβαση από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία, όμως η πρόταση εγκαταλείφθηκε λόγω των θεσμικών «παγίδων» που τη συνόδευαν.
Τελικά, η Επιτροπή στράφηκε στο άρθρο 122, το οποίο επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία σε συνθήκες οικονομικής έκτακτης ανάγκης. Αν και η διάταξη είχε έως τώρα χρησιμοποιηθεί κυρίως σε περιόδους κρίσεων, όπως η πανδημία και η ενεργειακή αστάθεια, η Κομισιόν υποστήριξε ότι ο πόλεμος της Ρωσίας έχει επιφέρει σοβαρό και διαρκή οικονομικό αντίκτυπο στην Ευρώπη.
Παρά τις νομικές ενστάσεις και τις πολιτικές αντιδράσεις —με τον Βίκτορ Όρμπαν να καταγγέλλει «δικτατορία των Βρυξελλών»— η απόφαση εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία. Πλέον, τα κράτη-μέλη απαγορεύεται ρητά να επιστρέψουν τα κατασχεθέντα κεφάλαια στη ρωσική κεντρική τράπεζα, ενώ η αποδέσμευσή τους προϋποθέτει νέα ειδική πλειοψηφία και τον τερματισμό της ρωσικής επιθετικότητας.
Στην πράξη, ο πήχης τίθεται τόσο ψηλά, ώστε τα περιουσιακά στοιχεία να θεωρούνται «κλειδωμένα» για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Διπλωματικές πηγές μιλούν για μια καμπή στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ, που δείχνει πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει το μπλοκ χωρίς τον μόνιμο βραχνά της ομοφωνίας.
Παράλληλα, η απόφαση λειτουργεί ως ανάχωμα σε σενάρια πρόωρης απελευθέρωσης των ρωσικών κεφαλαίων, όπως εκείνα που περιλαμβάνονταν σε διαρροή ειρηνευτικού σχεδίου 28 σημείων, το οποίο προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, «η Ευρώπη δεν μπορεί να επιτρέψει σε τρίτους να αποφασίζουν για πόρους που έχουν παγώσει εντός του δικού της κράτους δικαίου».
Με το «πάγωμα» των ρωσικών δισεκατομμυρίων, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να ανακτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή σκακιέρα και να καταστήσει σαφές ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα θα καθορίσουν το γεωπολιτικό της μέλλον.