Σοκ σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο και στην Ελλάδα έχει προκαλέσει η απόφαση για κλείσιμο της Μονής Σινά και την δήμευση της περιουσίας της από την Αίγυπτο.
Αυτή η απόφαση από την Αίγυπτο να περάσει η Μονή Σινά στο Δημόσιο, να δημευθεί η περιουσία της και να εκδιωχθούν οι μοναχοί αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες και πιο σοβαρές καταπατήσεις θρησκευτικών και ατομικών ελευθεριών τα τελευταία χρόνια.
Η αντίδραση της Ελλάδας ήταν άμεση με το ελληνικό ΥΠΕΞ να τονίζει με νόημα πως «οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Αιγύπτου εργάστηκαν συστηματικά το τελευταίο διάστημα για μία συμφωνία, η οποία θα διασφαλίζει τον ιερό Ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της περιοχής. Είμαστε εν αναμονή της αποστολής της απόφασης του αιγυπτιακού δικαστηρίου που εξεδόθη χθες.
Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών επικοινώνησε αμέσως με τον Υπουργό Εξωτερικών της Αιγύπτου και κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να αποκλίνουμε από την κοινή κατανόηση των δύο πλευρών, η οποία εκφράστηκε από τους ηγέτες των δύο χωρών στο πλαίσιο του πρόσφατου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Αθήνα».
Στο ίδιο μήκος κλίματος και η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη που τόνισε χαρακτηριστικά πως «σχετικά με την Μονή Αγίας Αικατερίνης της Μονής Σινά, ο Έλληνας Πρωθυπουργός παραμένει στην δέσμευση που έλαβε δημοσίως και κατ’ ιδίαν από τον Πρόεδρο της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια του ανώτατου συμβουλίου συνεργασίας των δύο χωρών στην Αθήνα για την διατήρηση του λατρευτικού Ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής και αναμένει άμεσα την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, όπως είχε διαμορφωθεί μεταξύ των μερών.
Όταν γίνει γνωστό το επίσημο και συνολικό περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης και αξιολογηθεί σχετικά, θα υπάρξει επίσημη τοποθέτηση. Από ελληνικής πλευράς δεν αναμένουμε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στα συμφωνηθέντα».
Θρησκευτική και πολιτιστική ανησυχία για την απόφαση της Αιγύπτου
Το κλείσιμο της Μονής Σινά προκαλεί έντονη ανησυχία όχι μόνο σε θρησκευτικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτιστικό καθώς αποτελεί μιας παγκόσμιας σημασίας ορθόδοξο και πολιτιστικό μνημείο υπό την UNESCO.
Το κλείσιμό της απειλεί την ιστορική συνέχεια μιας μοναστικής παράδοσης σχεδόν 1.500 ετών, ενώ εντείνει φόβους για περιορισμό της χριστιανικής παρουσίας σε αυτή την περιοχή που μέχρι τώρα αντιμετώπιζε ελάχιστα ή λίγα προβλήματα.
Επίσης στέλνει ανησυχητικό μήνυμα προς τις θρησκευτικές μειονότητες στην Αίγυπτο, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελεί πολιτικό μοχλό πίεσης προς το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων από πλευρά Καΐρου.
Η στρατηγική θέση και ο έλεγχος του Σινά
Η χερσόνησος του Σινά είναι μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για την Αίγυπτο και την ευρύτερη περιοχή του αραβικού κόσμου με αποτέλεσμα να υπάρχει ισχυρή στρατιωτική παρουσία αλλά και πολλά προβλήματα με ομάδες τρομοκρατία και ομάδες ανταρτών.
Και στο κομμάτι του τουρισμού αναμένεται να υπάρχουν προβλήματα καθώς η Μονή του Σινά προσελκύει χιλιάδες προσκυνητές και τουρίστες κάθε χρόνο, ενώ η τοπική κοινωνία και η βεδουίνικη κοινότητα πλήττεται άμεσα καθώς εξαρτάται από τον τουρισμό.
Το παρασκήνιο και η συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της
Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν πρόκειται για ένα νέο ζήτημα και έχει συζητηθεί εκτενώς με την κυβέρνηση Σίσι, ωστόσο ενώ φαινόταν πως η υπόθεση έβαινε προς επίλυση, τελικά εκδόθηκε αυτή η απόφαση-πρόκληση.
Πιο συγκεκριμένα, για να δούμε τι είχε προηγηθεί, πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω στο 2012 και στην επικράτηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο: Τότε ξεκίνησε μια συκοφαντική εκστρατεία εναντίον της Ιεράς Μονής, ενορχηστρωμένη από στρατιωτικούς που πρόσκειντο στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενώ κάποιοι πιστεύουν ότι είχαν τη σιωπηλή βοήθεια ορισμένων Κοπτών. Το κύριο επιχείρημα ήταν ότι η Αίγυπτος δεν έπρεπε να ανέχεται την ύπαρξη ενός χριστιανικού μοναστηριού στο Σινά και, αν αυτό ήταν απαραίτητο, τότε θα έπρεπε να δοθεί στους Κόπτες.
Μετά την άνοδο του Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι στην εξουσία, η συκοφαντική εκστρατεία σταμάτησε, αλλά όχι η προσπάθεια να αλλοιωθεί το καθεστώς της Ιεράς Μονής χωρίς για αυτό να έχει γνώση ο ίδιος ο πρόεδρος. Καθώς ο Σίσι οραματίστηκε και ξεκίνησε τη διαδικασία για να μεταμορφώσει το Νότιο Σινά στον μεγαλύτερο τουριστικό προορισμό της Αιγύπτου μετά τις Πυραμίδες, η αξία της γης άλλαξε. Αυτό, δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητο από τους τοπικούς αξιωματούχους, που διείδαν μια ευκαιρία για προσωπικό πλουτισμό.
To 2015 o κυβερνήτης του Νότιου Σινά (της διοικητικής περιφέρειας στην οποία ανήκει η Ιερά Μονή) ξεκίνησε μια δικαστική διαδικασία αμφισβήτησης όλης της περιουσίας της Ιεράς Μονής, συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του ίδιου του μοναστηριού. Προκάλεσε 71 δίκες και υποστήριξε κάτι εμφανώς παράλογο: Ενα μοναστήρι που υπάρχει και λειτουργεί συνεχώς από το 549 μ.Χ. δεν είχε κα μία ιδιοκτησία, δεν ήταν δικά του ούτε καν τα κρεβάτια όπου κοιμούνται οι μοναχοί.
Η Ιερά Μονή Σινά ζήτησε τη βοήθεια του ελληνικού κράτους και προσωπικά του πρωθυπουργού. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μάλιστα, έχει επισκεφθεί το Σινά πολύ πριν ασχοληθεί με την πολιτική και ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση με το μοναστήρι. Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση κινητοποιήθηκε γρήγορα. Ταυτόχρονα, ο νέος κυβερνήτης του Νότιου Σινά, ένας στρατηγός με διπλωματικές ικανότητες, μόλις κατάλαβε τι είχε παραλάβει από τον προκάτοχό του, ενημέρωσε τον πρόεδρο της Αιγύπτου για τη διαφαινόμενη σύγκρουση με το αρχαιότερο χριστιανικό μοναστήρι του κόσμου, που πρακτικά σήμαινε την κρίσιμη υπονόμευση του «μεγάλου σχεδίου για τη μεταμόρφωση του Σινά.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός συζήτησε το θέμα προσωπικά με τον Αιγύπτιο πρόεδρο και συμφώνησαν ότι έπρεπε σύντομα να βρεθεί η σωστή λύση, σύμφωνη με τις αποφάσεις της UNESCO, η οποία θα εγγυόταν το από αιώνων καθεστώς της Ιεράς Μονής, αλλά και την επιτυχία του σχεδίου για τη μεγάλη μεταμόρφωση του Σινά. Το ζητούμενο ήταν από μια κρίση να μεταβούν σε μια ευκαιρία με πολλαπλά οφέλη και κέρδη για όλους.