Το λεγόμενο «σύνδρομο περικύκλωσης» επανέρχεται δυναμικά στο στρατηγικό λεξιλόγιο της Άγκυρας, καθώς το γεωπολιτικό τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο μεταβάλλεται εις βάρος της Τουρκίας. Η εμβάθυνση της συνεργασίας Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, με την ανοιχτή στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και η σταδιακή αποκατάσταση και ενίσχυση των σχέσεων του Ισραήλ με την Αίγυπτο, δημιουργούν ένα νέο πλέγμα ισορροπιών που επηρεάζει άμεσα τις επιλογές της τουρκικής ηγεσίας.
Η Τουρκία έχει οδηγηθεί σε ρήξη τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο, ενώ η επιμονή της σε αναθεωρητική πολιτική απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο την αφήνει εκτός των βασικών ανακατατάξεων που συντελούνται στην Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, στη Λιβύη διαπιστώνει ότι η επιρροή που ασκούσε τα προηγούμενα χρόνια δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι εξελίξεις που ακολούθησαν τις Συμφωνίες του Ζαππείου για τον Κάθετο Διάδρομο ενέργειας ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας ως κόμβου μεταφοράς φυσικού αερίου προς την Ανατολική Ευρώπη και την Ουκρανία, με βασικό καύσιμο το αμερικανικό LNG. Η εξέλιξη αυτή αμφισβητεί ευθέως τη φιλοδοξία της Τουρκίας να παγιώσει τη θέση της ως κεντρικού ενεργειακού διαμετακομιστικού κόμβου για το ρωσικό και κασπιανό αέριο προς την ευρωπαϊκή αγορά.
Το νέο περιβάλλον δεν ακυρώνει βεβαίως τη δυνατότητα αντίδρασης της Άγκυρας. Η τουρκική ηγεσία επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι «τα σχέδια που στοχεύουν στην παράκαμψη της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα πετύχουν» και διαμηνύει πως δεν θα αποδεχθεί έργα και πρωτοβουλίες που την αγνοούν. Ωστόσο, η πραγματοποίηση της Τριμερούς Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ αποτελεί σαφή ένδειξη της ανθεκτικότητας και του βάθους αυτής της συνεργασίας, καθώς πρόκειται για την πρώτη συνάντηση του σχήματος μετά την 7η Οκτωβρίου.
Η Τριμερής, η οποία απολαμβάνει ισχυρή αμερικανική στήριξη —όπως επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και στο σχήμα 3+1 στο Ζάππειο σε επίπεδο υπουργών Ενέργειας— διευρύνεται πλέον και σε έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα: αυτόν της αμυντικής συνεργασίας και των εξοπλισμών. Σε μια περίοδο αυξημένων εντάσεων, τα μηνύματα που εκπέμπονται δεν αφορούν μόνο την περιφερειακή σταθερότητα, αλλά απευθύνονται και προς την Άγκυρα, η οποία επιλέγει σταθερά σκληρή αντιισραηλινή ρητορική και επιδιώκει ρόλο τόσο στη Γάζα όσο και στη μεταπολεμική Συρία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συζητήσεις για τη συνέχιση της ενεργειακής συνεργασίας των τριών χωρών. Η ηλεκτρική διασύνδεση GSI, που υποστηρίζεται από Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ και Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει κεντρικό έργο, ωστόσο η πρόκληση πλέον είναι να καμφθούν οι ανησυχίες των επενδυτών για το γεωπολιτικό ρίσκο που δημιουργούν οι τουρκικές απειλές, ώστε να εξασφαλιστεί νέα χρηματοδότηση και θετική αξιολόγηση βιωσιμότητας.
Στο αμυντικό σκέλος, η Αθήνα προχωρά σταδιακά στην οικοδόμηση της λεγόμενης «Ασπίδας του Αχιλλέα», με σημαντικό πυλώνα την ισραηλινή τεχνολογία. Η συμφωνία για τα πυραυλικά συστήματα PULS αποτέλεσε το πρώτο βήμα, ενώ οι συνεκπαιδεύσεις ελληνικών και ισραηλινών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν πλέον παγιωθεί. Παράλληλα, ενισχύεται και η στρατιωτική συνεργασία Ισραήλ – Κύπρου, με κοινές αξιολογήσεις απειλών και ανταλλαγή τεχνογνωσίας.
Η Κύπρος, εξάλλου, έχει ήδη ενισχύσει σημαντικά την αντιαεροπορική της άμυνα με την προμήθεια των συστημάτων Barak MX, ενώ ανανεώθηκε και η απόφαση για άρση του αμερικανικού εμπάργκο πώλησης οπλικών συστημάτων. Σε διπλωματικό επίπεδο, η Λευκωσία προχώρησε και στην υπογραφή συμφωνίας οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών με τον Λίβανο, κίνηση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την Άγκυρα.
Την ίδια στιγμή, η τουρκική πολιτική στη Λιβύη δέχεται νέο πλήγμα μετά τη δήλωση του προέδρου της Βουλής, Ακίλα Σάλεχ, ότι το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο είναι άκυρο και μη δεσμευτικό για τη χώρα. Αν και η Ανατολική Λιβύη είχε εξαρχής εκφράσει την αντίθεσή της, η δημόσια επαναδιατύπωση αυτής της θέσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς συμπίπτει με τις προσπάθειες της Άγκυρας να προσεγγίσει τη Βεγγάζη.
Στο ενεργειακό πεδίο, η ενίσχυση του Κάθετου Διαδρόμου προκαλεί έντονη ανησυχία στην Τουρκία, καθώς αποδυναμώνει τον ρόλο της στη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία και την Κασπία προς την Ευρώπη. Παρά το εκτεταμένο δίκτυο LNG που έχει αναπτύξει, η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι η αμερικανική στρατηγική επιλογή ευνοεί πλέον σαφώς την ελληνική διαδρομή.
Όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν δημιουργήσει κλίμα έντασης στην Τουρκία, με τον τουρκικό Τύπο να διογκώνει ακόμη και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, όπως εκείνη περί συγκρότησης κοινής ταξιαρχίας Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ. Παρά τις επίσημες διαψεύσεις, τα δημοσιεύματα αυτά τροφοδοτούν νευρικότητα και πιέζουν περαιτέρω την τουρκική ηγεσία.
Η Αθήνα παρακολουθεί προσεκτικά αυτή τη συσσώρευση πιέσεων και, επιδιώκοντας αποσυμπίεση, προωθεί την επανεκκίνηση των διαύλων διαλόγου. Στο τραπέζι βρίσκονται τόσο η επανάληψη του Πολιτικού Διαλόγου και της Θετικής Ατζέντας στις αρχές του 2026 όσο και η σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και μια νέα συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, αν και προς το παρόν όλα παραμένουν σε επίπεδο σχεδιασμού.
Τέλος, στο παρασκήνιο παραμένει ανοιχτό το ζήτημα των S-400 και των F-35. Η απομάκρυνση των ρωσικών συστημάτων θεωρείται προϋπόθεση για την άρση των κυρώσεων, ωστόσο μια τέτοια κίνηση θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος για τον Ερντογάν. Την ίδια ώρα, το Ισραήλ διατηρεί το βέτο στην πώληση F-35 στην Τουρκία, ενισχύοντας την αίσθηση απομόνωσης της Άγκυρας σε ένα περιβάλλον διασταυρούμενων συνεργασιών που διαμορφώνει πλέον ένα ιδιαίτερα εύφλεκτο σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο.