Στις 16 Δεκεμβρίου 1944, στο πλαίσιο της Μάχης των Αθηνών, που έμεινε στην Ιστορία ως «Δεκεμβριανά», οι φημισμένοι πολεμιστές Γκούρκας, που υπηρετούσαν στον Βρετανικό Στρατό και τελούσαν υπό τις διαταγές του Στρατηγού Σκόμπυ, καταλαμβάνουν το λόφο του Προφήτη Ηλία στον Πειραιά, που δεσπόζει της Πόλεως, μετά από νυχτερινή έφοδο (τη νύχτα 15 προς 16 Δεκεμβρίου) εναντίον των μαχητών του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) που τον υπερασπίζονταν, ελέγχοντας πλέον πλήρως το λιμάνι της πόλεως.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1944, από την έναρξη των Δεκεμβριανών, όλος ο Πειραιάς ελεγχόταν από το 6ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, εκτός από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στην άκρη της χερσονήσου στο Χατζηκυριάκειο, το Μέγαρο Βάτη στο κεντρικό λιμάνι, κοντά στην εκκλησία του Πολιούχου της πόλεως Αγίου Σπυρίδωνος, όπου ήταν τότε το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς και άλλες ναυτικές υπηρεσίες ξηράς, ενώ οι Βρετανοί κατείχαν ορισμένα «προγεφυρώματα» στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, που τότε ήταν μια απέραντη αμμουδιά, στην Πειραϊκή καθώς και τον λιμενίσκο της Ζέας. Επίσης υπό τον έλεγχο των Εθνικών Δυνάμεων και των Βρετανών βρισκόταν οι ναυτικές εγκαταστάσεις στο Σκαραμαγκά, καθώς και οι εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου Σαλαμίνος, στο ομώνυμο νησί. Όλα τα υπόλοιπα σημεία της Αττικής, εκτός της μικρής περιοχής πέριξ της πλατείας Συντάγματος - Μακρυγιάννη, τελούσαν υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ.
Σε αυτά τα σημεία που προαναφέρθηκαν και έλεγχαν οι Ελληνικές και Βρετανικές δυνάμεις ως «προγεφυρώματα», μπορούσαν να αποβιβαστούν οι ενισχύσεις σε προσωπικό και μέσα που έφταναν σταδιακώς από την Ιταλία, καθώς ο κεντρικός λιμένας του Πειραιώς δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια καθώς τελούσε υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ ενώ υπήρχαν και πολλά ναυάγια μισοβυθισμένων πλοίων στο εσωτερικό του. Η κυρίως αποβατικές ενέργειες των ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων γίνονταν κυρίως από την παραλία του Νέου Φαλήρου και μέσω Λεωφόρου Συγγρού ανέβαιναν προς Αθήνα και δευτερευόντως από τον λιμενίσκο Ζέας, που όμως ήταν αβαθής και δεν επέτρεπε την είσοδο μεγάλων πλοίων ή πολεμικών για να ξεφορτώσουν άνδρες και εφόδια.
Ο λόφος του Προφήτη Ηλία, ύψους 93 μέτρων, ήλεγχε τόσο το κεντρικό λιμάνι του Πειραιώς, όσο και το λιμενίσκο Ζέας, με τον οποίο σχεδόν εφάπτετο η δυτική πλευρά του, όσο και την παραλία του Νέου Φαλήρου (εκεί που είναι σήμερα το ΣΕΦ, το Μοσχάτο και οι Τζιτζιφιές) και όποιος τον κατείχε μπορούσε με πυρά όλμων και πολυβόλα – δυνητικώς και θεωρητικώς – να δυσκολέψει την ομαλή και απρόσκοπτη αποβίβαση των αφικνούμενων δυνάμεων και εφοδίων στις περιοχές που προαναφέρθηκαν.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1944 φτάνει στον Πειραιά η 5η Ινδική Ταξιαρχία, δυνάμεως τριών ταγμάτων, από τα οποία ένα βρετανικό ένα ινδικό και ένα των γνωστών φημισμένων πολεμιστών Γκούρκας από το Νεπάλ. Να θυμίσουμε ότι τότε η Ινδία δεν ήταν ακόμα μία ανεξάρτητη χώρα αλλά αποικία του Βρετανικού Στέμματος, και οι στρατιώτες της υπηρετούσαν στο Βρετανικό Στρατό.
Με την άφιξη της 5ης Ινδικής Ταξιαρχίας, χωρίς όμως το πυροβολικό της που έφτασε σε δεύτερο χρόνο, ξεκίνησαν αμέσως οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από τον Πειραιά με αντικειμενικό σκοπό αφενός να μην υπάρχει εστία αντιστάσεως από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στα μετόπισθεν των Ελληνικών και Βρετανικών δυνάμεων που μάχονταν για τον έλεγχο των Αθηνών, αφετέρου να μία υφίσταται καμία απειλή για τον έλεγχο της κυκλοφορίας στον κεντρικό λιμένα, που έτσι και αλλιώς ήταν δύσκολη και αργή λόγω των ναυαγίων που είχαν επικαθήσει στον πυθμένα και εξείχαν τμήματά τους από την επιφάνεια της θαλάσσης.
Ο λόφος του Προφήτη Ηλία, η «Καστέλλα» όπως ήταν γνωστή στους Πειραιώτες, φύσει και θέσει οχυρά τοποθεσία από αρχαιοτάτων χρόνων, είχε οχυρωθεί από την εποχή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά τόσο με τη δημιουργία υπογείων καταφυγίων όσο και υπέργειων χαρακωμάτων και θέσεων για το Αντιαεροπορικό Πυροβολικό για την προστασία του λιμανιού του Πειραιώς αλλά και του Ναυστάθμου Σαλαμίνος, σε συνεργασία και με άλλες οχυρές θέσεις τις Αττικής. Επιπλέον, μετά την κατάληψη της πόλεως από τους Γερμανούς, οι τελευταίοι είχαν ενισχύσει της ήδη υπάρχουσες οχυρές θέσεις έτι περαιτέρω με την κατασκευή πολυβολείων. Τον Δεκέμβριο του 1944, αυτές οι θέσεις, σε αυτήν την τοποθεσία κατέχονταν από τον ΕΛΑΣ.
Ο τελευταίος είχε διαμηνύσει στους Βρετανούς να μην χτυπήσουν την περιοχή, καθώς υπήρχαν σπίτια, όπου έμεναν άμαχοι πολίτες, κάτι όμως που δεν εισακούστηκε από τους τελευταίους οι οποίοι έπληξαν τις οχυρές θέσεις πέριξ της κορυφής του λόφου με βολές ναυτικού πυροβολικού των πολεμικών πλοίων, βρετανικών και ελληνικών, που βρίσκονταν στα ανοικτά του Πειραιώς και στον Φαληρικό όρμο.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1944 πραγματοποιήθηκε μία πρώτη προσπάθεια από βρετανικής πλευράς για την κατάληψη του λόφου, χωρίς όμως επιτυχία. Την επόμενη μέρα, 15 Δεκεμβρίου βομβαρδίστηκαν εκ νέου οι οχυρές θέσεις στο λόφο του Προφήτη Ηλία, τόσο από τα πλοία όσο και από πυρά όλμων, που τους είχαν τοποθετήσει στη νησίδα της Ψυτάλλειας επίσης χωρίς άλλο αποτέλεσμα.
Στις 01:00 της 15ης προς 16ης Δεκεμβρίου 1944, το τάγμα των Νεπαλέζων πολεμιστών Γκούρκας φτάνει αθόρυβα στα ριζά της δυτικής πλευράς του λόφου, που ήταν απότομη και λόγω του γεγονότος αυτού λιγότερο καλά φυλασσόμενη από τους ΕΛΑΣίτες και αρχίζουν να ανεβαίνουν σιγά – σιγά. Κατά τη φάση αυτή οι Γκούρκας έγιναν αντιληπτοί από τους υπερασπιστές του λόφου, οι οποίοι και άρχισαν τα πυρά εναντίον τους. Τότε οι Γκούρκας, αφού έβγαλαν το «κούκρι», το πολεμικό τους μαχαίρι, από τη θήκη του και βγάζοντας τις πολεμικές τους κραυγές, επιτέθηκαν κατά των θέσεων των ανδρών του ΕΛΑΣ. Η μάχη υπήρξε σκληρότατη με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές, αλλά ως τις 10:00 της 16ης Δεκεμβρίου 1944 είχε τελειώσει και ο λόφος του Προφήτη Ηλία (της Καστέλλας) ήταν πλέον στα χέρια των Βρετανικών δυνάμεων.
Ως τις 17 Δεκεμβρίου 1944, οι του ΕΛΑΣ είχαν αποχωρήσει από το κέντρο και το λιμάνι του Πειραιώς, αλλά οι μάχες συνεχίζονταν στις όμορες περιοχές της Δραπετσώνας, στο Κερατσίνι και στα Ταμπούρια, περιοχές που ο ΕΛΑΣ είχε δύναμη μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών που κατοικούσαν στις περιοχές αυτές, μέχρι και τις αρχές Ιανουαρίου 1945, οπότε και όλες οι συνοικίες του Πειραιώς είχαν εκκενωθεί από τους ΕΛΑΣίτες οι οποίοι υποχωρούσαν προς τη Βοιωτία.