Δρ. Κων. Μπαλωμένος : “Μεταρρυθμίσεις” που υπονομεύουν τη συνοχή των Ενόπλων Δυνάμεων και την Εθνική Άμυνα

 
μπαλωμενος

Ενημερώθηκε: 09/08/25 - 19:12

Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη

Σημαντική τοποθέτηση επί των τελευταίων ανακοινώσεων του Υπουργού Εθνικής Αμύνης κ. Νίκου Δένδια, αναφορικώς με τη Β΄ Φάση της μεταρρυθμίσεως με την επωνυμία «Ατζέντα 2030», που βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι το σημερινό άρθρο – τοποθέτηση με τίτλο ««Μεταρρυθμίσεις» που υπονομεύουν τη συνοχή των Ενόπλων Δυνάμεων και την Εθνική Άμυνα» του Πολιτικού Επιστήμονος – Διεθνολόγου και πρώην επικεφαλής (επί μία ολόκληρη τριετία) της Γενικής Διευθύνσεως Πολιτικής Εθνικής Αμύνης και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ) του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης Δρ. Κωνσταντίνου Π. Μπαλωμένου.

Λόγω του προφανούς ενδιαφέροντος του άρθρου, αφενός λόγω της προηγούμενης επισήμου ιδιότητος του συγγραφέως, αλλά και γιατί διατυπώνονται για πρώτη φορά και σε τέτοιο επίπεδο τεκμηριωμένες αντιρρήσεις επί των τελευταίων εξαγγελιών του κ. Υπουργού, παρουσιάζουμε ολόκληρο το άρθρο, ως έχει:  

«Στις 24 Ιουλίου 2025, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Νίκος Δένδιας, ανακοίνωσε τη Β΄ Φάση της μεταρρύθμισης «Ατζέντα 2030», παρουσιάζοντας μια σειρά εκτεταμένων παρεμβάσεων στη Δομή και την Οργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων, με απώτερο στόχο τον εκσυγχρονισμό τους.

Οι αλλαγές αυτές, όπως τόνισε ο Υπουργός, αποσκοπούν στη δημιουργία ενός πιο ευέλικτου και σύγχρονου μοντέλου διοίκησης, στη μείωση της γραφειοκρατίας, στην εξοικονόμηση πόρων, καθώς και στη βελτίωση των υποδομών και των συνθηκών για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στο πλαίσιο αυτό, καταργούνται η 1η Στρατιά και τα ενδιάμεσα επίπεδα διοίκησης, με το επιχείρημα της απλοποίησης της διοικητικής πυραμίδας και της ενίσχυσης της ευελιξίας.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η κατάργηση της ΑΣΔΕΝ (Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων), η οποία, αν και δεν αποτελούσε ενδιάμεσο επίπεδο, είχε αυτοτελή επιχειρησιακή αποστολή στην άμυνα του νησιωτικού χώρου του Ανατολικού Αιγαίου. Ο ρόλος της μεταφέρεται στην υπό σύσταση Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου (ΑΣΔΑΜ), χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί πλήρως το νέο διοικητικό και επιχειρησιακό πλαίσιο.

Για την ενίσχυση της αυτονομίας των μείζονων σχηματισμών, συγκροτούνται τέσσερις Ανώτατες Στρατιωτικές Διοικήσεις: Θράκης (μετονομασία του 4ου Σώματος Στρατού), Ηπείρου και Μακεδονίας, Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου (αντικαθιστά την ΑΣΔΕΝ), καθώς και η ΑΣΔΥΣ, που διατηρεί τον υφιστάμενο ρόλο της. Πάνω από αυτές τίθεται το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με αρμοδιότητα τον στρατηγικό σχεδιασμό, τον συντονισμό και την εποπτεία. Παράλληλα, ενισχύεται η Γενική Επιθεώρηση Στρατού και συγκροτούνται Διοικήσεις Μη Επανδρωμένων Μέσων σε όλα τα Όπλα και Σώματα.

Επιπλέον, συνεχίζεται το κλείσιμο δεκάδων στρατοπέδων και στρατιωτικών δικαστηρίων, ενώ από το 2026 η κατάταξη των στρατευσίμων θα γίνεται αποκλειστικά στο Στρατό Ξηράς. Προβλέπεται επίσης, πρόγραμμα οχυρωματικών έργων στα νησιά του Αιγαίου και στον Έβρο, στο πλαίσιο του δόγματος «αυτόνομα νησιά», που στοχεύει στη μέγιστη επιχειρησιακή αυτονομία των μονάδων άμυνας σε συνθήκες κρίσης ή αποκλεισμού.

Το αφήγημα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Νίκου Δένδια προς υποστήριξη της εν λόγω «μεταρρύθμισης» στηρίζεται στην ανάγκη προσαρμογής στις αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις, τα διδάγματα των πολέμων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή και τις τεχνολογικές εξελίξεις που αλλάζουν τον σύγχρονο πόλεμο.

Στόχος της μεταρρύθμισης είναι η οικοδόμηση ενός πιο ευέλικτου, τεχνολογικά εκσυγχρονισμένου και αποτελεσματικού αμυντικού μηχανισμού, με έμφαση στην πρώτη γραμμή και τη μέριμνα για το προσωπικό.

Πίσω από τη ρητορική του εκσυγχρονισμού και της ευελιξίας όμως, εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τον αντίκτυπο των αλλαγών στη διακλαδικότητα, τη στρατηγική συνοχή και την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας.

Παρά τα διδάγματα από την Ουκρανία, οι παρεμβάσεις αυτές στερούνται συνεκτικού στρατηγικού σχεδίου, υπονομεύουν την επιχειρησιακή επάρκεια και αλλοιώνουν τη θεσμική αρχιτεκτονική διοίκησης, τη στιγμή που η χώρα οφείλει να ενισχύει και όχι να αποδομεί την αποτρεπτική της ισχύ.

Οι εξαγγελθείσες αλλαγές ενσωματώνουν ένα στρατηγικό σφάλμα: ενώ επικαλούνται διδάγματα από την Ουκρανία, αγνοούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πραγματικού αντιπάλου. Το επιχειρησιακό περιβάλλον δεν είναι ουδέτερο, αλλά συγκεκριμένο και γεωγραφικά προσδιορισμένο.

Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει ούτε μια στατική, προβλέψιμη σύγκρουση τύπου Ουκρανίας, ούτε έναν πόλεμο μέσω αντιπροσώπων (proxies), όπως το Ισραήλ στη Μέση Ανατολή.

Αντιμετωπίζει μια αναθεωρητική δύναμη με αποβατική ικανότητα και διακηρυγμένη πολιτική βούληση επιθετικότητας, σε ένα αρχιπελαγικό θέατρο επιχειρήσεων με εκτεθειμένα νησιά και ανάγκη αποτροπής πρώτου πλήγματος.

Η άκριτη υιοθέτηση ξένων προτύπων, χωρίς εστίαση στη φύση της τουρκικής απειλής, οδηγεί σε εσφαλμένα διδάγματα και στρατηγικό κενό.

Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να σχεδιάζει άμυνα «γενικών προδιαγραφών». Η απειλή είναι συγκεκριμένη, η γεωγραφία αμείλικτη και το κόστος ενός πρώτου πλήγματος πιθανόν ανεπανόρθωτο.

Η προβαλλόμενη «μεταρρύθμιση» δίνει έμφαση σε τεχνολογίες όπως drones και τεχνητή νοημοσύνη, όμως η τεχνολογία δεν υποκαθιστά την κυριαρχία επί του εδάφους. Η αποτελεσματική άμυνα κρίσιμων περιοχών (π.χ. Σάμος ή Καστελόριζο), απαιτεί φυσική στρατιωτική παρουσία, ισχυρές δομές διοίκησης και εγγύτητα με τον τοπικό πληθυσμό και το γεωγραφικό ανάγλυφο.

Οι έννοιες της «συμπαγούς δύναμης», της «τεχνολογικής αναβάθμισης» και της «ενίσχυσης της πρώτης γραμμής» μοιάζουν περισσότερο με συνθήματα παρά με τεκμηριωμένη στρατηγική.

Η αντίληψη περί «αυτόνομων νησιών» και η έμφαση σε έργα οχύρωσης συνδέεται περισσότερο με δόγματα στατικής άμυνας του 17ου και 18ου αιώνα, όταν η πολιορκία αποτελούσε κυρίαρχη μορφή πολέμου.

Στο σημερινό δυναμικό και διακλαδικό επιχειρησιακό περιβάλλον, όπου ο χρόνος αντίδρασης μετριέται σε λεπτά και η κυριαρχία εξαρτάται από την ταχεία συγκέντρωση και συντονισμό ισχύος, η «αυτονομία» δεν εξασφαλίζει αποτροπή. Αντίθετα, οδηγεί σε κατακερματισμό των δυνάμεων και απώλεια στρατηγικού ελέγχου. Η εθνική στρατιωτική ισχύς δεν βασίζεται σε απομονωμένες «νησίδες αντίστασης», αλλά σε δικτυοκεντρική διοίκηση, εφεδρείες και συνδυασμένη ισχύ. Η έννοια του «αποκλεισμένου νησιού», ειδικά όταν υποστηρίζεται από  οχυρώσεις χωρίς ένα ενιαίο δόγμα, χωρίς διακλαδική υποστήριξη και ευελιξία, υποδηλώνει ήδη στρατηγική αποτυχία.

Η κατάργηση της 1ης Στρατιάς και της ΑΣΔΕΝ, υπό το πρόσχημα της δημιουργίας ενός πιο ευέλικτου και σύγχρονου μοντέλου διοίκησης, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την εξοικονόμηση πόρων και του ψηφιακού μετασχηματισμού, αφαιρεί το αναγκαίο στρατηγικό υπόβαθρο για την ουσιαστική αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσων, θέτοντας σε κίνδυνο την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας.

Αντί να σηματοδοτούν εξορθολογισμό, διασπούν τη διοικητική συνέχεια, αποδυναμώνουν την επιχειρησιακή ικανότητα και αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της αποτροπής. Η τεχνολογία χωρίς δομές δεν αποτρέπει, όπως και η ευελιξία χωρίς βάθος, δεν προστατεύει.

Μια χώρα που απειλείται άμεσα, δεν έχει την πολυτέλεια να πειραματίζεται με αφηρημένα δόγματα. Χρειάζεται διοίκηση, εφεδρείες, τοπική ισχύ και σαφές μήνυμα αποτροπής. Όχι συνθήματα.

Κατάργηση της 1ης Στρατιάς

Η απόφαση κατάργησης της 1ης Στρατιάς παρουσιάζεται ως βήμα εξορθολογισμού και ευελιξίας, όμως στην πραγματικότητα συνιστά σοβαρή υποβάθμιση της επιχειρησιακής δομής του Στρατού Ξηράς.

Η 1η Στρατιά, ως ο ανώτατος διοικητικός σχηματισμός και μοναδικό Επιχειρησιακό Στρατηγείο του ελληνικού στρατού, αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της  Χερσαίας Άμυνας της Ελλάδας, τον αναγκαίο ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ του ΓΕΣ και των Σωμάτων Στρατού, εξασφαλίζοντας στρατηγική συνοχή, συντονισμένη δράση σε ευρεία γεωγραφική κλίμακα (Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία) και άμεση και συντονισμένη αντίδραση σε κρίσεις μεγάλης κλίμακας στο χερσαίο μέτωπο.

Η κατάργησή της, ακυρώνει ένα επίπεδο διοίκησης που είναι απαραίτητο σε συνθήκες έντασης, κρίσης ή πολέμου, δημιουργεί κενό Διοίκησης και Ελέγχου (C2) στο επίπεδο της στρατηγικής επιχειρησιακής διοίκησης (σε μια περίοδο που η χώρα οφείλει να διατηρεί στρατηγικό βάθος και ενιαία καθοδήγηση των δυνάμεών της), υπονομεύει τη συνοχή των δυνάμεων του χερσαίου χώρου και επιφέρει αποδιοργάνωση του επιχειρησιακού σχεδιασμού τόσο στο στρατηγικό όσο και τακτικό επίπεδο.

Είναι στρατηγικό λάθος να θεωρούμε, ότι η μόνη απειλή προέρχεται από ανατολάς, δηλαδή μόνο από την Τουρκία, σε ένα υβριδικό επιχειρησιακό περιβάλλον με πολυδιάστατες προκλήσεις.

Δεν μπορεί να παραβλέπεται το γεγονός, ότι η Αλβανία διατηρεί αλυτρωτικές βλέψεις και στενή στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία, που δημιουργεί νέα δεδομένα ασφάλειας στα σύνορά μας. Σε αυτό το πλαίσιο, η διατήρηση και μετεξέλιξη της 1ης Στρατιάς σε Στρατηγείο Χερσαίων Δυνάμεων είναι αναγκαία για την ολιστική διαχείριση των πολλαπλών απειλών που αντιμετωπίζει η χώρα, ενισχύοντας τη δυνατότητα συντονισμού και ευελιξίας των χερσαίων δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο.

Χωρίς την 1η Στρατιά όμως, το βάρος της επιχειρησιακής διοίκησης μεταφέρεται υπέρμετρα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, μειώνοντας την ικανότητά του να ασκεί στρατηγική καθοδήγηση και σχεδιασμό, καθώς ταυτόχρονα θα πρέπει να αναλαμβάνει απευθείας την επιχειρησιακή διοίκηση — μια πρακτική που κρίνεται μη ρεαλιστική σε περίπτωση μεγάλης κρίσης ή πολέμου.

Επιπλέον, η επιχειρούμενη αναδιοργάνωση κινδυνεύει να μετατρέψει το ΓΕΕΘΑ από επιτελικό όργανο στρατηγικής καθοδήγησης σε μια συγκεντρωτική δομή με επιχειρησιακές αρμοδιότητες, χωρίς όμως να διαθέτει τον αναγκαίο επιτελικό μηχανισμό και την απαιτούμενη ευελιξία για άμεση διοίκηση σε συνθήκες κρίσης ή σύρραξης.

Αυτή η υπερσυγκέντρωση, αντί να ενισχύει τη διακλαδικότητα, την υπονομεύει, καθώς ακυρώνει τους ενδιάμεσους κρίκους διοίκησης που εξασφάλιζαν την ευθυγράμμιση των Κλάδων υπό ένα ενιαίο στρατηγικό πλαίσιο. Η διακλαδικότητα απαιτεί διασύνδεση και συνεργασία, όχι απορρόφηση και απορρύθμιση.

Η «νέα δομή» δεν συνοδεύεται από σαφές διακλαδικό πλαίσιο, αφήνοντας θολή τη διαδικασία συνεργασίας και διαλειτουργικότητας μεταξύ Κλάδων. Η κατάργηση κρίσιμων χερσαίων διοικήσεων διαταράσσει την ισορροπία της διακλαδικότητας, αποδυναμώνοντας δυσανάλογα τον Στρατό Ξηράς, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση στους άλλους Κλάδους.

Η 1η Στρατιά επίσης, αναγνωρίζεται από το ΝΑΤΟ ως στρατηγείο επιπέδου Στρατιάς (Field Army HQ), με ρόλο στρατηγικής εφεδρείας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Σε περίπτωση σύρραξης, μπορεί να αναλάβει τη διοίκηση χερσαίων συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή ευθύνης του SACEUR, ειδικά στον άξονα Βαλκανίων–Μαύρης Θάλασσας. Έχει συμμετάσχει σε σημαντικές ασκήσεις, παρέχοντας ικανότητες Command & Control για δυνάμεις μεγέθους Σώματος Στρατού ή Μεραρχίας.

Επιπλέον, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, λειτουργεί ως κρίσιμο στρατηγείο που συνδέει το Αιγαίο, τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, υποστηρίζοντας τη ροή ενισχύσεων προς Βουλγαρία, Ρουμανία και τη Ν.Α. πτέρυγα της Συμμαχίας.

Η κατάργησή της εκτός από την απώλεια ενός σημαντικού εθνικού εργαλείου θα σημάνει και την αποδυνάμωση της ΝΑΤΟϊκής διοικητικής αρχιτεκτονικής σε μια κρίσιμη περιοχή για τη συλλογική άμυνα.

Κατάργηση ΑΣΔΕΝ

Η κατάργηση της ΑΣΔΕΝ επίσης, συνιστά μία ακόμη ατυχής και επικίνδυνη απόφαση, καθώς ακυρώνει μια δοκιμασμένη επιχειρησιακή δομή με αποδεδειγμένη επάρκεια στην επιτήρηση και αποτροπή στο Αιγαίο.

Η ΑΣΔΕΝ δεν είναι απλώς μια διοικητική δομή του Στρατού Ξηράς. Είναι ο θεσμικός φορέας επιχειρησιακής ετοιμότητας, αποτροπής και συντονισμού της εθνικής άμυνας στα νησιά του Αιγαίου.

Αποτελεί ενιαίο στρατηγείο ελέγχου του αρχιπελάγους, εξασφαλίζει τη διοικητική και επιχειρησιακή ενοποίηση των νήσων, υποστηρίζει τη ροή ενισχύσεων και εφεδρειών σε συνθήκες κρίσης και λειτουργεί ως κρίσιμος ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ των τακτικών σχηματισμών και του ΓΕΣ.

Η κατάργησή της, με την πρόθεση ενσωμάτωσης των αρμοδιοτήτων της σε μια νέα ευρύτερη Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου (ΑΣΔΑΜ), διαλύει μια κρίσιμη εξειδικευμένη διοίκηση, υποβαθμίζει τη διακλαδική λειτουργία και υπονομεύει τη στρατηγική συνοχή της αποτροπής στον πλέον ευαίσθητο γεωπολιτικά χώρο της χώρας.

Η επιλογή αυτή δεν ενισχύει, αλλά αποδυναμώνει την ικανότητα άμεσης και συντονισμένης αντίδρασης στην περιοχή ευθύνης της, δημιουργώντας επικίνδυνα διοικητικά κενά και αποδιοργανώνοντας την επιχειρησιακή συνέχεια στο σύνθετο γεωγραφικά περιβάλλον του Αιγαίου.

Επιπλέον, η κατάργηση της ΑΣΔΕΝ διαταράσσει την απαραίτητη ισορροπία διοίκησης ανάμεσα στους Κλάδους, αφού αποδυναμώνει δυσανάλογα τη χερσαία συνιστώσα της αποτροπής, δίχως να ενισχύει αντίστοιχα κάποιο λειτουργικό διακλαδικό σχήμα. Αντί να προάγεται η διακλαδικότητα, εγκαθιδρύεται μια επικίνδυνη ασάφεια. Η ΑΣΔΕΝ αποτελεί εγγυητή της επιχειρησιακής συνοχής του ανατολικού χώρου. Η διάλυσή της συνιστά ρήγμα σε αυτήν τη συνοχή.

Επίσης, η προστιθέμενη αξία της ΑΣΔΕΝ έγκειται στη βαθιά εξοικείωσή της με την επιχειρησιακή λογική του νησιωτικού περιβάλλοντος. Δεν πρόκειται απλώς για ένα επιτελείο, αλλά για έναν οργανισμό με ενσωματωμένη τη γνώση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε νησιού, κάθε μονάδας και κάθε σχηματισμού που λειτουργούν ως Φάροι Εθνικής Αποτροπής.

Αυτή η πολύτιμη, πολυετής εμπειρία και τοπική εξειδίκευση δεν μπορούν να μεταβιβαστούν αυτόματα σε μια νέα, μη εξειδικευμένη περιφερειακή διοίκηση. Η επιχειρούμενη αναδιάταξη, με τη μετατροπή της ΑΣΔΕΝ σε ΑΣΔΑΜ, απειλεί να αλλοιώσει τον ειδικό αποτρεπτικό της ρόλο, αφαιρώντας βάθος και σαφήνεια από το στρατηγικό μήνυμα της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Και όλα αυτά, δεν εκτυλίσσονται σε καιρό σταθερότητας και ειρήνης. Αντιθέτως, η αναδιάταξη επιχειρείται σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας, αστάθειας και γεωπολιτικών ανακατατάξεων και την ώρα που η Τουρκία επιδιώκει έναν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή.  Την ώρα, που επενδύει στην ακραία εθνικιστική της ρητορική, ενισχύει συστηματικά την επιθετική προβολή της στρατιωτικής της ισχύος και εργαλειοποιεί κάθε κρίση ως μέσο στρατηγικής πίεσης και εκβιασμού.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή να καταργηθούν οι δύο θεμελιώδεις πυλώνες της εθνικής άμυνας (1η Στρατιά και ΑΣΔΕΝ), συνιστά στρατηγικό λάθος, με άμεσες επιπτώσεις στην επιχειρησιακή συνοχή, την ετοιμότητα και την αξιοπιστία της εθνικής αποτροπής.

Η Δομή Δυνάμεων δεν μπορεί να σχεδιάζεται σε στρατηγικό κενό, ούτε ανεξάρτητα από τις δυνατότητες και τις προθέσεις του αντιπάλου. Ειδικότερα, όταν η Τουρκία διατηρεί σαφώς επιθετικά προσανατολισμένη στρατιωτική διάταξη, με ικανότητα ταχείας προβολής ισχύος στο Αιγαίο, στον Έβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Συγκεκριμένα, η 4η Στρατιά (Στρατιά Αιγαίου), με έδρα τη Σμύρνη, αποτελεί την κύρια αποβατική δύναμη της Τουρκίας, ενώ η 1η Στρατιά στην Ανατολική Θράκη διαθέτει τρία Σώματα Στρατού ικανά για ταχεία δράση στον Έβρο. Και οι δύο σχηματισμοί συγκροτούν ένα διακλαδικό σύστημα αποβατικής και χερσαίας ισχύος, υποστηριζόμενο από ειδικές δυνάμεις, αεροπορία στρατού και ναυτικές μονάδες.

Όταν ο αντίπαλος οργανώνεται με αυξημένες επιθετικές δυνατότητες, η αποδόμηση κρίσιμων δομών και η συγχώνευση θεμελιωδών σχηματισμών δεν συνιστούν εκσυγχρονισμό, αλλά στρατηγική πλάνη, η οποία υπονομεύει την αποτρεπτική ισχύ και παραχωρεί πρωτοβουλία κινήσεων σε αυτόν που διατηρεί το πλεονέκτημα της επιθετικής επιλογής.

Τέλος, όλες οι εξαγγελίες του κ. Δένδια για την αλλαγή στη Δομή Δυνάμεων του Ελληνικού Στρατού τίθενται σε θεσμικό κενό.

Από τη στιγμή που δεν υπάρχει επικαιροποιημένη Πολιτική Εθνικής Άμυνας (Π.Ε.Α.), πώς είναι δυνατόν ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας να προχωρά σε δομικές παρεμβάσεις που επηρεάζουν το σύνολο της επιχειρησιακής διάταξης και της αμυντικής αρχιτεκτονικής της χώρας;

Στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας το μόνο θεσμικό κείμενο που υπάρχει και σχετίζεται με την Εθνική Ασφάλεια είναι η Πολιτική Εθνικής Άμυνας (Π.Ε.Α.), το οποίο είναι άκρως απόρρητο έγγραφο και απορρέει από την Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας.

Η Π.Ε.Α., αποτελεί το θεμέλιο απ’ το οποίο πηγάζουν όλα τα καταστατικά κείμενα που διέπουν τη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων [Στρατιωτική Αξιολόγηση Κατάστασης (Σ.Α.Κ.), Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική (ΕΘ.Σ.Σ.), Γενική Σχεδίαση Άμυνας της Χώρας (ΓΕ.Σ.Α.Χ.), Δομή Δυνάμεων (Δ.Δ.) κ.λπ.].

Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν υπάρχει επικαιροποιημένη Π.Ε.Α. όπου να έχει εγκριθεί από το ΚΥΣΕΑ και δεν έχουν διατυπωθεί και καταγραφεί στο εν λόγω θεσμικό κείμενο σαφείς στρατηγικοί και επιχειρησιακοί στόχοι για τις Ένοπλες Δυνάμεις, με ποιο στρατηγικό υπόβαθρο επιχειρείται η υλοποίηση της «ΑΤΖΕΝΤΑΣ 2030»;

Ποιο πρόβλημα επιχειρεί να λύσει και με ποιες επιπτώσεις στην εθνική ασφάλεια;

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η Δομή Δυνάμεων και η Εθνική Άμυνα γενικότερα, δεν είναι Άσκηση επί Χάρτου, αλλά ούτε και επικοινωνιακό πυροτέχνημα που αξιοποιείται για λόγους προσωπικού εντυπωσιασμού και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.

Δεν μπορεί να υποτάσσεται σε πρόχειρους σχεδιασμούς, αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις ή επιφανειακές εξαγγελίες.

Η «νέα Δομή Δυνάμεων» δεν προκύπτει από τεκμηριωμένη στρατηγική ανάλυση, ούτε εντάσσεται σε μια θεσμικά κατοχυρωμένη ιεραρχία σχεδίασης που να εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.

Αντιθέτως, μοιάζει να συνιστά άσκηση διοικητικού πειραματισμού χωρίς σαφές δόγμα, χωρίς επιχειρησιακή τεκμηρίωση, χωρίς εκτίμηση της απειλής και χωρίς θεσμική συνέπεια.

Ο εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι απαραίτητος.

Αλλά για να είναι αποτελεσματικός και θεσμικά νόμιμος, πρέπει να ξεκινά από στρατηγική καθοδήγηση, να καταλήγει σε επιχειρησιακή λογική και να στηρίζεται σε ρεαλιστική αποτύπωση της απειλής.

Υπό το πρίσμα αυτό, όσοι αγνοούν τις συνέπειες που επιφέρουν οι πειραματισμοί τους στη συνοχή και την αποτελεσματικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, αναλαμβάνουν ακέραιη την ευθύνη για το επιχειρησιακό κενό που θα προκύψει όταν η κρίση δεν θα είναι Σενάριο επί Χάρτου, αλλά πραγματικότητα.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ