Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι από το 2030 στα σχολεία θα διδάσκονται μόνο εσθονικά, κάτι που θα έχει συνέπειες για το ένα τέταρτο του πληθυσμού της το οποίο είναι ρωσόφωνο.
Μια από τις εικόνες που έχουν μείνει χαραγμένη στο μυαλό από την επίσκεψη στην πόλη Νάρβα ήταν εκείνη με το γιγαντιαίο άγαλμα του Λένιν, τοποθετημένο ακριβώς στο προαύλιο του εντυπωσιακού κάστρου, δίπλα στο ποτάμι που χωρίζει την Εσθονία από τη Ρωσία. Η γέφυρα οδηγεί στο συνοριακό πέρασμα, σημαντικό για το 95% των κατοίκων της συνοριακής αυτής πόλης που είναι ρωσόφωνοι και μπορούν να περάσουν απέναντι μόνο με τα πόδια αυτή την περίοδο λόγω έργων.
Παλιά, πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991 η Νάρβα ήταν ουσιαστικά μια πόλη με το σημερινό Ιβάνγκοροντ. Το άγαλμα δεν ήταν πάντα εκεί. Μεταφέρθηκε εκεί από το κέντρο της πόλης τo 1993 μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας. Οι Εσθονοί που με συνόδευαν τότε μου εξήγησαν ότι είχε τοποθετηθεί έτσι ώστε ο Λένιν να δείχνει προς τη ρωσική πλευρά, ως ένα είδος μηνύματος προς τους ρωσικής καταγωγής πολίτες ότι καλό θα είναι να γυρίσουν στη Ρωσία.
Τελικά το άγαλμα μετακόμισε το 2022 για να μεταφερθεί στο Μουσείο Εθνικής Ιστορίας. Αλλά η καχυποψία των Εσθονών για τους Ρώσους παραμένει. Και αντιστρόφως.
Ένας στους τέσσερις είναι Ρωσόφωνος
Το πρόβλημα για τις κυβερνήσεις στο Ταλίν είναι ότι το 25% του πληθυσμού του 1,4 εκατομμυρίου, είναι ρωσόφωνοι. Πολλοί από αυτούς έχουν ρωσικό διαβατήριο ενώ ένα ποσοστό είναι ουσιαστικά χωρίς καμιά υπηκοότητα. Ειδικά στα ανατολικά της χώρας, αλλά και σε γειτονιές του Ταλίν, οι «Ρώσοι» ζουν σε μια φούσκα.
Μιλούν τη γλώσσα τους, ενημερώνονται από ρωσικά ΜΜΕ, φοιτούν σε ρωσικά σχολεία. Περίπου 100 τέτοια σχολεία είχε κληροδοτήσει το παλιό καθεστώς στη χώρα. Το 2011 έγινε μια απόπειρα από την κυβέρνηση της Εσθονίας να αλλάξει το διδακτικό πρόγραμμα με μαθήματα κατά 60% στα εσθονικά. Η αντίδραση της τοπικής μειονότητας, αλλά και της Μόσχας που έκανε λόγο για «βίαιη ενσωμάτωση» ήταν σφοδρή και το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
Μια ακόμα συνέπεια του πολέμου;
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η στάση της Εσθονίας απέναντι στη Ρωσία έχει όμως σκληρύνει. Τώρα η κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει από το 2030 τη διδασκαλία στα ρωσικά. Όλα τα μαθήματα θα γίνονται πλέον μόνο στα εσθονικά. Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει ανάμεικτα συναισθήματα.
Η συντριπτική πλειονότητα των Εσθονών την επικροτεί ενώ θετικά αντιδρά μάλλον και η πλειονότητα των ρωσόφωνων. Η λογική και η αιτιολόγηση πίσω από την απόφαση είναι ότι με αυτό τον τρόπο θα αυξηθούν οι ευκαιρίες των μελών της ρωσικής μειονότητας, τόσο για την εκπαίδευση σε ανώτερες βαθμίδες όσο και για την επαγγελματική αποκατάσταση.
Το μυαλό στις ειδήσεις
Ένα άλλο κίνητρο είναι να περιοριστεί η ρωσική επιρροή σε ό,τι αφορά την ενημέρωση. Οταν οι ρωσόφωνοι δεν κατέχουν καμία άλλη γλώσσα τότε αναπόδραστα προσφεύγουν σε ρωσικά ΜΜΕ για την ενημέρωσή τους. Αυτή τη στιγμή υπάρχει πάντως ένα ρωσικό πρόγραμμα της εσθονικής δημόσιας ραδιοφωνίας αλλά δεν μπορεί να καλύψει φυσικά όλες τις ανάγκες για ενημέρωση.
Υπάρχουν πάντως και κάποιες αντιρρήσεις από εκείνους που θα προτιμούσαν ένα δίγλωσσο σύστημα. Όπως λένε είναι καλό να δοθούν περισσότερες ευκαιρίες μέσω της εκπαίδευσης στη μειονότητα, αλλά όπως επισημαίνεται για παράδειγμα σε σχόλια του Τύπου, η μητρική γλώσσα είναι και μια μορφή ταυτότητας, μια «πατρίδα». Η δίγλωσση εκπαίδευση θα ήταν άλλωστε συμβατή και με το σύνθημα της ΕΕ «ενότητα στην πολυμορφία».
Το παράδειγμα της Λετονίας
Σε ανάλογα μονοπάτια κινείται και η Λετονία όπου το ποσοστό των ρωσόφωνων στη χώρα είναι 23%. Η χώρα είχε επιβάλει ήδη το 60%-40% στην αναλογία λετονικών-ρωσικών από το 2004, ποσοστό που ανέβηκε το 2018 παρά τις αντιδράσεις της Μόσχας. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο η διδασκαλία σε όλα τα σχολεία γίνεται αποκλειστικά στα λετονικά. Είναι κι αυτό ένα αποτέλεσμα της πολιτικής Πούτιν που έχει απομακρύνει τις χώρες της Βαλτικής ακόμα περισσότερο από τη Μόσχα, ενώ σύμφωνα με δημοσκοπήσεις φαίνεται να απορρίπτουν αυτή την πολιτική του Ρώσου προέδρου και οι περισσότεροι Ρωσόφωνοι στις δύο χώρες.
Πηγή: Deutsche Welle