Μετά την πτώση της κυβέρνησης του πρώην Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, η οργάνωση Hayat Tahrir al-Sham (HTS) έχει εδραιώσει τον έλεγχό της στους στρατιωτικούς, ασφαλιστικούς, εκπαιδευτικούς και οικονομικούς τομείς της Συρίας. Παρότι στο προσκήνιο εμφανίζεται ένα πλέγμα «πολιτικών» θεσμών – συμβούλια, επιτροπές και υπουργεία – η πραγματική εξουσία ασκείται από έναν στενό κύκλο προσώπων. Το χάσμα ανάμεσα στη βιτρίνα και την ουσία αποτυπώνεται πιο καθαρά από οπουδήποτε αλλού στον τομέα της οικονομίας.
Ο αυτοανακηρυχθείς πρόεδρος της Συρίας, Ahmad al-Sharaa (γνωστός παλαιότερα ως Αμπού Μοχάμεντ αλ-Τζουλάνι), έχει εκδώσει σειρά διαταγμάτων με τα οποία δημιουργεί ένα νέο πλέγμα οικονομικών φορέων, υπαγόμενων είτε απευθείας στον ίδιο είτε στη «Γενική Γραμματεία της Προεδρίας», υπό την ηγεσία του αδελφού του, Μαχέρ αλ-Σαράα.
Στο νέο αυτό σχήμα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Εθνική Επιτροπή Εισαγωγών-Εξαγωγών, η Γενική Αρχή Συνοριακών Διελεύσεων και Τελωνείων, ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο, το Ταμείο Ανάπτυξης και η Γενική Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας. Κάποιοι από αυτούς τους φορείς αποτελούν αναδιαμορφωμένες υπηρεσίες παλαιών υπουργείων, ενώ άλλοι δημιουργήθηκαν εξ ολοκλήρου από το νέο καθεστώς. Κοινός παρονομαστής είναι ότι όλοι συγκεντρώνουν την οικονομική ισχύ στην κορυφή της οικογενειακής πυραμίδας των Σαράα.
Τυπικά, την οικονομία εποπτεύουν ο υπουργός Οικονομίας και Βιομηχανίας, ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας. Ωστόσο, επιχειρηματίες και τεχνοκράτες περιγράφουν αυτούς τους αξιωματούχους ως «διακοσμητικούς», με τις πραγματικές αποφάσεις να λαμβάνονται από ένα «βαθύ οικονομικό κράτος». Στην καρδιά του συστήματος αυτού βρίσκονται τα αδέλφια του προέδρου, με καθοριστικό ρόλο να διαδραματίζει ο Ιμπραχίμ Σουκαριέχ, γνωστός ως Αμπού Μαριάμ αλ-Αυστραλί.
Η άνοδος του Σουκαριέχ, γεννημένου στην Αυστραλία από λιβανέζικη οικογένεια, αποτελεί μία από τις πιο αποκαλυπτικές ιστορίες της νέας Συρίας. Αφού εμφανίστηκε αρχικά ως αναλυτής και σχολιαστής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φέρεται να κατείχε στρατιωτικές και οργανωτικές θέσεις εντός της HTS, προτού εξελιχθεί σε βασικό εκτελεστικό βραχίονα της νέας οικονομικής εξουσίας. Παρά το γεγονός ότι παραμένει στη λίστα κυρώσεων της Αυστραλίας για χρηματοδότηση τρομοκρατίας, σήμερα δρα στο επίκεντρο του προεδρικού μεγάρου.
Διεθνείς έρευνες και διαρροές πληροφοριών αποκαλύπτουν ότι, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, ο Σουκαριέχ συμμετείχε στη συγκρότηση μιας «σκιώδους επιτροπής», η οποία ανέλαβε τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων επιχειρηματιών που συνδέονταν με το προηγούμενο καθεστώς. Υπολογίζεται ότι περιουσία ύψους περίπου 1,6 δισ. δολαρίων έχει μεταφερθεί στον έλεγχο αυτής της επιτροπής, κυρίως μέσω εξωθεσμικών «συμβιβασμών».
Σύμφωνα με μαρτυρίες επιχειρηματιών, οι συμφωνίες αυτές συνοδεύονται από πιέσεις, απειλές και εκβιασμούς, με στόχο την παραχώρηση έως και του 80% των περιουσιακών τους στοιχείων. Ακόμη και υπουργοί παραδέχονται, κατ’ ιδίαν, ότι οι πρακτικές αυτές στερούνται νομικής βάσης, χωρίς όμως να έχουν τη δύναμη να τις ανακόψουν.
Οικονομολόγοι περιγράφουν πλέον τη Συρία ως χώρα με τρεις παράλληλες οικονομίες: εκείνη του επίσημου κράτους, εκείνη της βορειοδυτικής ζώνης υπό την HTS και εκείνη της ανατολικής Συρίας. Η απουσία ενιαίου κέντρου αποφάσεων καθιστά κάθε εθνική πολιτική όμηρο αντικρουόμενων κέντρων ισχύος.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές, η νέα πραγματικότητα συνιστά μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση εξουσίας ακόμη και σε σύγκριση με την εποχή Άσαντ. Η οικονομική διαχείριση, η διοίκηση και η ασφάλεια βρίσκονται πλέον στα χέρια μιας διευρυμένης οικογένειας και ενός στενού κύκλου πιστών συνεργατών.
Το αποτέλεσμα είναι ένα κράτος που εξακολουθεί να υπάρχει στα χαρτιά, αλλά κυβερνάται στην πράξη από άτυπα δίκτυα. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται – για τους Σύρους πολίτες, αλλά και για τη διεθνή κοινότητα – είναι πώς μπορεί να ανοικοδομηθεί μια χώρα, όταν οι θεσμοί της είναι κενό κέλυφος και οι αποφάσεις λαμβάνονται πάνω από το ίδιο το κράτος.