Η πρόσφατη αποκάλυψη του Nordic Monitor, με τίτλο «FBI affidavit reveals Turkey as conduit for ISIS financing while Syria frees ISIS captives», («Αποκάλυψη FBI: Η Τουρκία «κανάλι» χρημάτων για το ISIS, ενώ η Συρία αφήνει ελεύθερους τζιχαντιστές»), φέρνει ξανά στο προσκήνιο ένα ζήτημα, που εδώ και χρόνια υπονοείται, αλλά ελάχιστα αντιμετωπίζεται με την απαιτούμενη σοβαρότητα: Τον συστημικό ρόλο της Τουρκίας ως διαμετακομιστικού και οικονομικού κόμβου του τζιχαντισμού. Η υπόθεση αυτή, αν και φαινομενικά μικρή, αποτελεί την κορυφή ενός παγόβουνου, που η Δύση επιλέγει συστηματικά να αγνοεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ήρθαν στο φως, το FBI υπέβαλε ένορκη κατάθεση σε δικαστήριο των ΗΠΑ, όπου αποκαλύπτεται, ότι ο Mark Lorenzo Villanueva, μόνιμος κάτοικος Αμερικής, έστειλε συνολικά 1.615 δολάρια μέσω Western Union σε δύο πρόσωπα συνδεδεμένα με το ISIS, μέσα από δώδεκα συναλλαγές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο του 2025. Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι, ότι τα χρήματα αυτά, προτού καταλήξουν στους τρομοκράτες, πέρασαν μέσω Τουρκίας. Η υπόθεση Villanueva δεν είναι μεμονωμένη. Επιβεβαιώνει ένα μοτίβο, που έχει τεκμηριωθεί επανειλημμένα από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ… Ότι η Τουρκία λειτουργεί ως ο βασικός δίαυλος για τη χρηματοδότηση του ISIS, επιτρέποντας σε δίκτυα να εκμεταλλεύονται το έδαφός της για να μεταφέρουν κεφάλαια από όλο τον κόσμο στο Ισλαμικό Κράτος.
Την ίδια στιγμή, η de facto κυβέρνηση της Δαμασκού στη Συρία προχώρησε στην απελευθέρωση φυλακισμένων μελών του ISIS, μια κίνηση, που δημιουργεί εύλογους φόβους για την αναζωπύρωση του τζιχαντιστικού δικτύου. Αυτή η διπλή εξέλιξη αποτυπώνει μια ζοφερή πραγματικότητα: Ενώ το ISIS ηττήθηκε στρατιωτικά στο πεδίο, η ιδεολογική και οργανωτική του υποδομή παραμένει ενεργή και η Τουρκία βρίσκεται σταθερά στον πυρήνα του προβλήματος, λειτουργώντας ως ο ακούσιος ή εκούσιος πνεύμονάς του!
Ο «Αυτοκινητόδρομος της Τζιχάντ» και τα «Νοσοκομεία της Ελπίδας»
Η ιστορία αυτή δεν ξεκινά σήμερα. Κατά την περίοδο της ακμής του ISIS (2013–2015), η Τουρκία μετατράπηκε στο βασικό πέρασμα για χιλιάδες ξένους μαχητές, οι οποίοι ήθελαν να ενταχθούν στις τάξεις της οργάνωσης. Η διαδρομή αυτή, που περνούσε από πόλεις όπως το Γκαζιαντέπ και το Κιλίς, έμεινε γνωστή ως ο «Αυτοκινητόδρομος της Τζιχάντ» («Jihadi Highway»). Σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, περισσότεροι από 40.000 μαχητές από 80 και πλέον χώρες πέρασαν από τα τουρκικά σύνορα με προορισμό τη Συρία και το Ιράκ, συχνά με ελάχιστο ή καθόλου έλεγχο από τις τουρκικές αρχές.
Πέρα όμως από την απλή διέλευση, υπάρχουν αμέτρητες και τεκμηριωμένες καταγγελίες ότι τραυματισμένοι τζιχαντιστές φιλοξενήθηκαν σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Μάλιστα, ανώτερα στελέχη του ISIS φέρονται να έλαβαν περίθαλψη σε ιδιωτικές κλινικές, χωρίς ποτέ να τεθούν υπό έλεγχο. Αυτά τα περιστατικά δεν αποκαλύπτουν απλώς μια «ανοχή» εκ μέρους της Άγκυρας, αλλά μια ενεργή παροχή προστατευτικού περιβάλλοντος στους μαχητές, οι οποίοι πολεμούσαν εναντίον των Κούρδων της Συρίας, του βασικού εχθρού της Τουρκίας στην περιοχή.
Όπλα, ΜΚΟ και ο παραστρατιωτικός βραχίονας του Ερντογάν
Οι κατηγορίες για τουρκική εμπλοκή δεν περιορίζονται στη διέλευση και την περίθαλψη. Η MIT (η Τουρκική Υπηρεσία Πληροφοριών) έχει κατηγορηθεί, βάσει μαρτυριών και δικαστικών στοιχείων, ότι διευκόλυνε τη μεταφορά όπλων σε τζιχαντιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων της al-Nusra (παρακλάδι της Αλ-Κάιντα) και της Ahrar al-Sham. Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όπως η IHH (Ίδρυμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας), εμφανίζονται συχνά σε αυτές τις υποθέσεις ως ένας «ανθρωπιστικός» μανδύας για τη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η πιο κραυγαλέα υπόθεση ήταν αυτή του 2015, όταν η τουρκική εφημερίδα Τζουμχουριέτ δημοσίευσε βίντεο, το οποίο έδειχνε φορτηγά της ΜΙΤ, γεμάτα όπλα και πυρομαχικά, με προορισμό τη Συρία. Η αντίδραση του καθεστώτος Ερντογάν ήταν άμεση και βίαιη: Ο διευθυντής της εφημερίδας, Can Dündar, και ο επικεφαλής του γραφείου της Άγκυρας, Erdem Gül, συνελήφθησαν με κατηγορίες εσχάτης προδοσίας. Η υπόθεση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς το τουρκικό κράτος χρησιμοποιεί τον μηχανισμό της «εθνικής ασφάλειας» για να συγκαλύψει τις παράνομες επιχειρήσεις του.
Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελεί η SADAT, μια ιδιωτική στρατιωτική εταιρεία που ιδρύθηκε από τον απόστρατο στρατηγό Adnan Tanrıverdi, στενό σύμβουλο του Ερντογάν. Η SADAT περιγράφεται από πολλούς ως ο «παραστρατιωτικός βραχίονας» του κυβερνώντος AKP και κατηγορείται ότι εκπαιδεύει ισλαμιστές μαχητές όχι μόνο για το μέτωπο της Συρίας, αλλά και για επιχειρήσεις σε χώρες όπως η Λιβύη. Η δράση της αποδεικνύει ότι η Άγκυρα χρησιμοποιεί τον τζιχαντισμό ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, εξάγοντας ένα παραστρατιωτικό, νεο-οθωμανικό μοντέλο για την προώθηση των συμφερόντων της.
Το πετρέλαιο του ISIS και η σιωπή της Δύσης
Το 2015, η Ρωσία κατηγόρησε ευθέως τον πρόεδρο Ερντογάν και την οικογένειά του ότι εμπλέκονται στο λαθρεμπόριο πετρελαίου με το ISIS, παρουσιάζοντας δορυφορικές φωτογραφίες, που έδειχναν φάλαγγες βυτιοφόρων να κινούνται από περιοχές ελεγχόμενες από το ISIS προς την Τουρκία. Παρά τις κατηγορηματικές διαψεύσεις της Άγκυρας, οι κατηγορίες αυτές ενισχύθηκαν από ρεπορτάζ διεθνών μέσων, όπως ο Γκάρντιαν, που μίλησαν για «αδιαμφισβήτητους συνδέσμους» ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματούχους και τα δίκτυα λαθρεμπορίου του Ισλαμικού Κράτους.
Μπροστά σε όλα αυτά, τίθεται ένα αμείλικτο ερώτημα: Η Δύση βλέπει; Και αν βλέπει, γιατί σιωπά; Κατά καιρούς, οι ΗΠΑ και η Τουρκία επιβάλλουν από κοινού κυρώσεις σε άτομα και εταιρείες που διευκολύνουν τις συναλλαγές υπέρ του ISIS. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή μοιάζει περισσότερο με κίνηση τακτικής παρά στρατηγικής. Το FBI ενεργεί δυναμικά, όταν οι υποθέσεις αγγίζουν αμερικανικό έδαφος, αλλά το ευρύτερο χρηματοδοτικό δίκτυο μέσω Τουρκίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανέπαφο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρότι εκφράζει την «ανησυχία» της, αποφεύγει να λάβει ουσιαστικά μέτρα, δέσμια της μεταναστευτικής συμφωνίας του 2016. Το ΝΑΤΟ, στο οποίο η Τουρκία είναι κρίσιμος σύμμαχος, παραμένει εκκωφαντικά σιωπηλό.
Η εξήγηση είναι κυνικά απλή: Η στρατηγική θέση της Τουρκίας, η βάση του Ιντσιρλίκ, ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών και ο ρόλος της ως ενεργειακού κόμβου υπερισχύουν κάθε ηθικής και πολιτικής ευθύνης. Έτσι, ο «σύμμαχος» μετατρέπεται σε κράτος-κόμβο για την αναβίωση της τρομοκρατίας, με τη σιωπηρή ανοχή της Δύσης.
Ο σύμμαχος που τροφοδοτεί τον εχθρό
Η εικόνα, που προκύπτει, είναι ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη: Η Τουρκία λειτουργεί ως οικονομικός, λογιστικός και στρατιωτικός δίαυλος για τον τζιχαντισμό, παρέχοντας υποστήριξη, που κυμαίνεται από τη νοσηλεία μαχητών έως τη διακίνηση όπλων από τη ΜΙΤ και την εκπαίδευση μισθοφόρων από τη SADAT. Η Δύση, από την πλευρά της, επιλέγει συνειδητά να κλείνει τα μάτια, θυσιάζοντας την ασφάλεια και τις αρχές της στον βωμό των κοντόφθαλμων γεωπολιτικών συμφερόντων.
Το ερώτημα, συνεπώς, δεν είναι πλέον αν η Τουρκία έχει εμπλακεί με τον τζιχαντισμό. Αυτό έχει τεκμηριωθεί από υπηρεσίες πληροφοριών, δικαστικά έγγραφα και δημοσιογραφικές έρευνες εδώ και πάνω από μία δεκαετία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε η Δύση θα σταματήσει να καλύπτει τον «σύμμαχο-κόμβο» και θα αποφασίσει να αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας πραγματικής στρατηγικής απέναντι σε αυτούς που, άμεσα ή έμμεσα, τροφοδοτούν τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό. Μέχρι τότε, υποθέσεις όπως αυτή του Villanueva θα είναι απλώς η υπενθύμιση μιας βολικής υποκρισίας..!
ΠΗΓΗ: tomanifesto.gr