Στις 21 Σεπτεμβρίου 1944 επιτεύχθηκε η κατάληψη του Ρίμινι, μιας σημαντικής πόλεως στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής, από την ΙΙΙη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (ΙΙΙ ΕΟΤ), με διοικητή της τον τότε Συνταγματάρχη (ΠΖ) Θρασύβουλο Τσακαλώτο.
Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο θριάμβου για τα ελληνικά όπλα είχαν προηγηθεί πολλά και καθόλου ένδοξα πράγματα.
Τον Μάιο 1944, μετά την καταστολή των κομμουνιστικών κινημάτων σε μονάδες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, στις 9 Ιουνίου 1944, συγκροτείται στην Αίγυπτο από 3.377 νομιμόφρονες στον Βασιλιά και την Κυβέρνηση αξιωματικούς και οπλίτες, μια νέα ταξιαρχία ορεινής συνθέσεως, από επιλεγμένους αξιωματικούς και οπλίτες των μονάδων που είχαν διαλυθεί, καθώς και από οπλίτες που δεν είχαν αναμιχθεί στο στασιαστικό κίνημα της 6ης Απριλίου 1944, η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, με διοικητή της τον Συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο, έναν εξαιρετικά έμπειρο και μπαρουτοκαπνισμένο αξιωματικό, τον μόνο ίσως τότε που θα μπορούσε να εμπνεύσει τους άνδρες του και να τους οδηγήσει ξανά στη μάχη παρά το πλευρό των Συμμάχων, εναντίον των δυνάμεων του Άξονος.
Τον Αύγουστο του 1944, η ΙΙΙ ΕΟΤ μεταφέρεται στο ιταλικό μέτωπο, όπου από τις 25 Αυγούστου 1944 θα συμμετάσχει στην «Επιχείρηση Ελαία», για τη διάσπαση της λεγόμενης «Γοτθικής Γραμμής», που έτεμνε κάθετα την ιταλική χερσόνησο, επί του άξονος Πίζα – Ρίμινι (Τυρρηνικό πέλαγος – Αδριατική).
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1944, μετά από λυσσώδεις μάχες, η ΙΙΙ ΕΟΤ, η οποία υπαγόταν στην 1η Καναδική Μεραρχία Πεζικού, θα καταλάβει το αεροδρόμιο του Ρίμινι, το οποίο υπερασπίζονταν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και θα συνεχίσει την προέλασή της προς το κέντρο της πόλεως.
Νωρίς το πρωί της 21 Σεπτεμβρίου 1944, το 2ο Τάγμα της Ταξιαρχίας θα εισέλθει στη πόλη. Οι αρχές του Ρίμινι θα παραδοθούν άνευ όρων και η Ελληνική Σημαία θα υψωθεί στο δημαρχείο της πόλεως. Στην Ελληνική Σημαία αποδίδουν τιμές οι εισερχόμενες στην πόλη συμμαχικές δυνάμεις.

Οι Βρετανοί θεωρούν τη μάχη του Ρίμινι μια από τις σκληρότερες του πολέμου, ισάξια αυτής του Ελ Αλαμέιν ή του Μόντε Κασσίνο, γιατί επετεύχθη κατά ενός επίλεκτου εχθρού (Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών, που ανήκε μεν στη Luftwaffe, αλλά μετά τη Μάχη της Κρήτης χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά ως επίλεκτο πεζικό σε χερσαίες επιχειρήσεις), άρτια εξοπλισμένου και ισχυρά οχυρωμένου σε άριστα προετοιμασμένες αμυντικές θέσεις.
Η κατάληψη του Ρίμινι θα διευκολύνει τη συμμαχική προέλαση προς το Ρουβίκωνα, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικώς στην απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου.
Μετά την μάχη στην ΙΙΙ ΕΟΤ θα δοθεί τιμητικώς η ιστορική επωνυμία «Ταξιαρχία του Ρίμινι». Το τίμημα της νίκης όμως ήταν μεγάλο. Συνολικώς, 116 νεκροί, από τους οποίους οι 10 αξιωματικοί και 106 υπαξιωματικοί και οπλίτες, οι οποίοι θα ταφούν σε ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο που θα δημιουργηθεί στην περιοχή, καθώς και 316 τραυματίες.
Με το κατόρθωμά της αυτό η Ταξιαρχία του Ρίμινι θα κάνει να ξεχαστούν τα επονείδιστα κομμουνιστικά κινήματα σε Αίγυπτο και Μέση Ανατολή και θα αποκαταστήσει πλήρως τη φήμη και το αξιόμαχο του Ελληνικού Στρατού στα μάτια των Συμμάχων. Μία νέα σελίδα δόξης και τιμής θα προστεθεί σε όσα οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και ο Ελληνικός Λαός προσέφεραν στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η …διάλυση της εμπειροπόλεμης και με τις δάφνες του νικητή στο Ρίμινι ΙΙΙ ΕΟΤ ήταν ένα από τα βασικά αιτήματα του ΕΑΜ μετά την απελευθέρωση της χώρας, τον Οκτώβριο του 1944, και απετέλεσε μια από τις αιτίες των Δεκεμβριανών, στα οποία η ΙΙΙ ΕΟΤ συμμετείχε με απόλυτη επιτυχία στις σκληρές μάχες των Αθηνών στο πλευρό των Εθνικών Δυνάμεων, με πιο σημαντική στιγμή τη μάχη στο Γουδή, αν και δεν είχε έλθει από την Ιταλία στην Αθήνα το σύνολο της δυνάμεως της Ταξιαρχίας, αφού είχε μείνει πίσω και ήλθε σε δεύτερο χρόνο το Σύνταγμα Πυροβολικού αυτής.