Σε νέα ομιλία του από το Mar-a-Lago, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άναψε ξανά τα φώτα της δημοσιότητας πάνω στο αμερικανικό ναυπηγικό πρόγραμμα, ανακοινώνοντας μια εντελώς νέα κατηγορία υπερσύγχρονων θωρηκτών που θα φέρουν το όνομά του. Ωστόσο, πίσω από τις μεγάλες εξαγγελίες αναδεικνύονται χρόνιες παθογένειες, καθυστερήσεις και τεράστια τεχνικά και οργανωτικά εμπόδια, τα οποία ήδη δοκιμάζουν τις αντοχές του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού.
«Κατασκευάζουμε τον καλύτερο εξοπλισμό στον κόσμο, όμως δεν τον παράγουμε αρκετά γρήγορα», τόνισε ο Τραμπ, αναγγέλλοντας συνάντηση με κορυφαίους στρατιωτικούς εργολάβους, με στόχο την επιτάχυνση των νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά τα προτεινόμενα θωρηκτά, το ίδιο το Ναυτικό φαίνεται να κινείται κόντρα στις τάσεις, επιλέγοντας να αναλάβει κρίσιμα κομμάτια σχεδιασμού και κατασκευής.
Το όραμα μιας «πλωτής υπερδύναμης»
Σύμφωνα με ενημερωτικό δελτίο του Πολεμικού Ναυτικού, η κλάση Trump υπόσχεται να αποτελέσει «το πιο θανατηφόρο πολεμικό πλοίο που κατασκευάστηκε ποτέ». Με μήκος έως 880 πόδια και εκτόπισμα έως 40.000 τόνων, τα νέα θωρηκτά δεν θα είναι μόνο πανίσχυρα, αλλά και τα μεγαλύτερα επιφανειακά πολεμικά πλοία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο εξοπλισμός τους προβλέπεται εντυπωσιακός: υπερηχητικοί πύραυλοι κρουζ με πυρηνική δυνατότητα, 128 κυψέλες κάθετης εκτόξευσης για ποικιλία πυραυλικών συστημάτων και –όπως υποστηρίζεται– πυραυλική ισχύς πολλαπλάσια από κάθε προηγούμενη κατηγορία. Ο ίδιος ο Τραμπ έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι τα νέα πλοία θα είναι «100 φορές ισχυρότερα» από τα θωρηκτά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη
Παρά τη ρητορική υπεροχής, το πρόγραμμα ξεκινά σε ένα περιβάλλον εμφανών δυσκολιών. Δεν έχει ανακοινωθεί σαφές χρονοδιάγραμμα ούτε για τον σχεδιασμό ούτε για την κατασκευή των πρώτων πλοίων, ενώ η αμερικανική ναυπηγική βάση αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά προβλήματα καθυστερήσεων και εκτροχιασμών κόστους. Ο ίδιος ο υπουργός Ναυτικού, Τζον Φέλαν, έχει παραδεχθεί δημόσια ότι «σχεδόν όλα τα προγράμματα βρίσκονται σε χάος».
Πρόσφατες ακυρώσεις –όπως η φρεγάτα κλάσης Constellation– και μεγάλες καθυστερήσεις σε προηγμένα πλοία όπως το αεροπλανοφόρο USS John F. Kennedy και τα αντιτορπιλικά Zumwalt, εντείνουν τον σκεπτικισμό. Παράλληλα, οι δυνατότητες των αμερικανικών ναυπηγείων θεωρούνται ήδη οριακές, ενώ η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού καθιστά απαραίτητο ένα εθνικής κλίμακας πρόγραμμα προσλήψεων και εκπαίδευσης.
Ανταποκρίνεται το σχέδιο στο πεδίο μάχης του αύριο;
Ακόμα κι αν τα πλοία κατασκευαστούν, ένα θεμελιώδες ερώτημα παραμένει: έχουν θέση τα υπερμεγέθη θωρηκτά στο σύγχρονο ναυτικό πόλεμο; Σε μια εποχή όπου αναπτύσσονται προηγμένα πυραυλικά συστήματα όπως ο κινεζικός DF-26 και όπου τα drones –εναέρια και θαλάσσια– έχουν ήδη αποδείξει την καταστροφική τους ισχύ, πολλοί αναλυτές θεωρούν πως το μέλλον βρίσκεται στη διασπορά ισχύος και όχι στη συγκέντρωσή της σε γιγαντιαίες πλατφόρμες.
Έτσι, προκρίνεται συχνά ένα μοντέλο με περισσότερα, μικρότερα και ευέλικτα σκάφη, υποστηριζόμενα από μη επανδρωμένα συστήματα, ικανά να επιχειρούν διασκορπισμένα και να μειώνουν τον κίνδυνο ολοκληρωτικής απώλειας.
Μεταξύ φιλοδοξίας και ρεαλισμού
Το πρόγραμμα των «θωρηκτών Trump» αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα την αμερικανική φιλοδοξία και τις εσωτερικές της αντιφάσεις: πολιτική αποφασιστικότητα από τη μια, αλλά αβέβαιη βιομηχανική ικανότητα, τεχνικές προκλήσεις και ένα μεταβαλλόμενο επιχειρησιακό περιβάλλον από την άλλη. Το αν τα νέα πλοία θα αποτελέσουν σύμβολο αμερικανικής ισχύος ή ακόμη ένα παράδειγμα υπερβολικών υποσχέσεων, θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την τεχνολογία, αλλά και από την ικανότητα των ΗΠΑ να επαναπροσδιορίσουν ρεαλιστικά τη ναυτική τους στρατηγική.