Με το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο και το ανορθόδοξο πολιτικό του αποτύπωμα, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στη διεθνή ατζέντα όσο λίγοι ηγέτες της εποχής του, επηρεάζοντας καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις και διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Από την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου 2025, όταν επέστρεψε στον Λευκό Οίκο ως 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, η δεύτερη θητεία του συνοδεύεται από έντονες αντιδράσεις, βαθιές πολιτικές τομές και αποφάσεις που διχάζουν τόσο το εσωτερικό ακροατήριο όσο και τους διεθνείς εταίρους της Ουάσινγκτον.
Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση Τραμπ βρέθηκε αντιμέτωπη με σφοδρή κριτική για τη σκληρή μεταναστευτική πολιτική, την ενίσχυση των εξουσιών της ICE και τη χρήση της Εθνικής Φρουράς σε μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από αναλυτές ως από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία των ΗΠΑ.
Παράλληλα, η εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον μπήκε σε νέα τροχιά. Ο Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεψε ένα μεταπολεμικό γεωπολιτικό δόγμα δεκαετιών, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα και θέτοντας το κόστος κάθε πολιτικής επιλογής ως βασικό κριτήριο. Η στάση αυτή προκάλεσε έντονη ανησυχία στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα μετά τις επαναλαμβανόμενες πιέσεις προς τους συμμάχους για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ.
Στο ουκρανικό μέτωπο, οι προεκλογικές εξαγγελίες για άμεσο τερματισμό του πολέμου αποδείχθηκαν δύσκολα υλοποιήσιμες. Παρά το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον κατάφερε να φέρει τη Μόσχα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Σύνοδος Κορυφής στην Αλάσκα το καλοκαίρι του 2025 δεν οδήγησε σε συμφωνία αποδεκτή από όλες τις πλευρές. Οι πιέσεις στράφηκαν κυρίως προς το Κίεβο, προκαλώντας έντονο προβληματισμό στις Βρυξέλλες για το ενδεχόμενο μιας ειρήνης χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις ασφαλείας.
Αντίθετα, στο μέτωπο της Γάζας, οι παρεμβάσεις Τραμπ κατέληξαν – έπειτα από έντονες αναταράξεις και κλιμακούμενη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση Νετανιάχου – σε μια εύθραυστη ειρηνευτική συμφωνία. Η επιστροφή Ισραηλινών ομήρων και Παλαιστινίων κρατουμένων σηματοδότησε ένα κρίσιμο, αν και αβέβαιο, βήμα αποκλιμάκωσης.
Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια οικονομία βρέθηκε στο επίκεντρο νέων αναταράξεων. Το σχέδιο επιβολής εκτεταμένων δασμών, που ο Τραμπ βάφτισε «Ημέρα Απελευθέρωσης», προκάλεσε πανικό στις αγορές και έναν άνευ προηγουμένου δασμολογικό πόλεμο, κυρίως με την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά τις αρχικές συγκρούσεις και τις απειλές για αντίμετρα, η χρονιά έκλεισε με προσωρινούς συμβιβασμούς, χωρίς ωστόσο να καμφθεί η ένταση στις διατλαντικές σχέσεις.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι μεταρρυθμίσεις Τραμπ συνοδεύτηκαν από βαθιές κοινωνικές και πολιτικές «αναταράξεις». Το μεγαλύτερο shutdown στην ιστορία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η σκληρή στάση του προέδρου απέναντι στους Δημοκρατικούς και η πολιτική δραστικής περικοπής των κρατικών δαπανών ενίσχυσαν την εικόνα ενός ηγέτη που δεν διστάζει να συγκρουστεί.
Με τη βοήθεια – και στη συνέχεια τη ρήξη – με τον Έλον Μασκ και το σχέδιο αναδιάρθρωσης της ομοσπονδιακής διοίκησης, ο Τραμπ μπαίνει στο 2026 πολιτικά ενισχυμένος, αλλά με ανοιχτά μέτωπα. Η ακρίβεια και το κόστος ζωής παραμένουν άλυτα προβλήματα για εκατομμύρια Αμερικανούς, προμηνύοντας ότι η επόμενη εκλογική χρονιά θα είναι εξίσου ταραχώδης με εκείνη που μόλις ολοκληρώθηκε.