Με την ομόφωνη υπ’ αρ. 41/2025 απόφασή του το Μισθοδικείο έκρινε ότι «η κατάργηση με τον ν. 4093/2012 των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους δικαστικούς λειτουργούς και η διατήρηση της κατάργησης αυτής στη συνέχεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ότι θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματός τους ούτε ότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και τη δικαστική ανεξαρτησία».
Αφορμή για την επίμαχη απόφαση, που εκδόθηκε την ώρα που η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει το θέμα για το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, στάθηκε αγωγή δικαστικού λειτουργού ο οποίος προέβαλε τον ισχυρισμό ότι παρανόμως το Δημόσιο δεν κατέβαλε τα επιδόματα εορτών και αδείας κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2021 έως 31.10.2023.
Συγκριμένα, το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγματος:
● Επιβεβαίωσε την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα (άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2) επιτάσσει την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, υπό την έννοια ότι οι αποδοχές τους πρέπει όχι μόνο να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς αυτούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις άλλες δύο, αλλά και επαρκείς να εξασφαλίσουν αφ’ ενός μεν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, δηλαδή τη διαβίωσή τους κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και την αποστολή τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας και αφ’ ετέρου την απερίσπαστη άσκηση των καθηκόντων τους. Ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται όχι μόνο να θεσπίζει εφ’ άπαξ το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, αλλά και να το αναπροσαρμόζει μέσω πρόσφορης διαδικασίας περιοδικής εξέτασης των εν λόγω αποδοχών σε συσχετισμό και με τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών του Κράτους.
● Έλαβε υπόψη ότι με τον ν. 4093/2012, με τον οποίο εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα δώρα στον δημόσιο τομέα προκειμένου να προκύψει ετήσιο δημοσιονομικό όφελος 496.6000.000 ευρώ. Η κατάργηση αυτή αποτελεί μέτρο με οριζόντιο αποτέλεσμα, το οποίο δεν θέτει τους δικαστικούς λειτουργούς σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αφού δεν θεσπίσθηκε μονομερώς επί των αποδοχών μόνο των δικαστικών λειτουργών, αλλά αφορά τα εισοδήματα όλων των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ., και Ο.Τ.Α., καθώς και των μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας.
● Έλαβε ακόμη υπόψη ότι η κατάργηση αυτή των επιδομάτων εορτών και αδείας επιβλήθηκε ως καθολικό και οριζόντιο μέτρο για την αντιμετώπιση της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, το οποίο αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, αποσκοπεί δε τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου.
● Έκρινε κατ’ αρχάς ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ανωτέρω μέτρο δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό, εφαρμοζόμενο γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και συνεπώς και στους δικαστικούς λειτουργούς, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης. Άλλωστε, με την από 22.6.2018 Συμφωνία της Ευρωομάδας (Eurogroup) σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας από το τριετές Πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας [«τρίτο Μνημόνιο Συνεννόησης», βλ. άρθρο 3 παρ. Γ του ν. 4336/2015 (Α΄ 94)] προβλέφθηκε δέσμη μέτρων για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, καθώς και σειρά δεσμεύσεων που απορρέουν αφενός από το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφετέρου από το εν λόγω Πρόγραμμα του ΕΜΣ [που ολοκληρώθηκε στις 20.8.2018], προκειμένου να διασφαλισθεί η διατήρηση των αποτελεσμάτων του· οι δεσμεύσεις αυτές αφορούν την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος, καθώς και την επίτευξη ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το έτος 2022 και μέσου ετήσιου πλεονάσματος 2,2% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2023 έως και 2060.
● Έκρινε περαιτέρω ότι, ως εκ του οριζοντίου χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου, η κατάργηση με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους δικαστικούς λειτουργούς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οδήγησε στην απόληψη από αυτούς μειωμένων αποδοχών σε σχέση με άλλους λειτουργούς και υπαλλήλους του δημόσιου τομέα. Ελλείψει δε διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των δικαστικών λειτουργών ως προς την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, δεν απαιτείται ειδική τεκμηρίωση για τη λήψη του μέτρου αυτού καθ’ ο μέρος αφορά ειδικά τις αποδοχές των τελευταίων.
● Έκρινε, τέλος, ότι, εν όψει των παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νομοθέτης διαθέτει μεγάλη ελευθερία επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, τυχόν μη εξέταση εναλλακτικών λύσεων από τον νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την εν λόγω ρύθμιση.
● Έλαβε, εξ άλλου, υπόψη ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών επανήλθαν, ως προς τον βασικό μισθό και τα επιδόματα του άρθρου 30 περ. Α παρ. 3 και 5 του ν. 3205/2003, στα επίπεδα προ του ν. 4093/2012 [βλ. άρθρα 181 παρ. 1 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143) και 86 παρ. 6 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246]).
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάργηση με τον ν. 4093/2012 των επιδομάτων εορτών και αδείας και η διατήρησή της στη συνέχεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματός τους ούτε ότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και τη δικαστική ανεξαρτησία.