Κ. Σημίτης: Δεν έχω καμία ευθύνη για τα σκάνδαλα - Θα είχα, αν γινόταν γνωστές παρανομίες και δεν τις έδινα καμία συνέχεια

 
Κ. Σημίτης: Δεν έχω καμία ευθύνη για τα σκάνδαλα - Θα είχαμ αν γινόταν γνωστές παρανομίες και δεν τις έδινα καμία συνέχεια

Ενημερώθηκε: 30/12/18 - 19:14

Μπορεί ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, για τα διαδοχικά σκάνδαλα που αφορούν την περίοδο διακυβέρνησής του να σιωπά, είναι λαλίστατος ως «Νέστορας» του παλαιού ΠΑΣΟΚ. σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στην οικονομία της χώρας.

«Κατά την πρωθυπουργία μου δεν υπήρξε στοιχείο για ύπαρξη παράνομων δραστηριοτήτων» 

Όσον αφορά τα σκάνδαλα επί πρωθυπουργίας, ισχυρίζεται σε σημερινή του συνέντευξη, ότι δεν έχει ευθύνη, γιατί δεν τα γνώριζε!!!! Το ότι ως πρωθυπουργός της κυβέρνησης έπρεπε να είχε μεριμνήσει για τις ασφαλιστικές δεικλίδες που καθιστούσαν ανέφικτες τις όποιες έκνομες προθέσεις στελεχών της κυβέρνησής του, δεν είναι ευθύνη του;

Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό, στελέχη του ΠΑΣΟΚ «αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, εκμεταλλεύτηκαν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις θέσεις τους για προσωπικό όφελος».

Σχολιάζοντας την σκανδαλολογία στην πολιτική ζωή, επισημαίνει ότι «η διαφθορά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο» και αρνείται κάθε ευθύνη για τις υποθέσεις επί πρωθυπουργίας του. Τονίζει ότι «πολιτική ευθύνη δεν υπάρχει», αντιπαρατάσσοντας ότι «θα υπήρχε εάν είχαν γίνει γνωστές παρανομίες και δεν τους έδωσα καμία συνέχεια». «Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας μου, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πληροφόρηση ή στοιχείο για την ύπαρξη παράνομων δραστηριοτήτων», προσθέτει.

Δεν είναι δική του ευθύνη οι επιλογές των συγκεκριμένων ανθρώπων που ως υπουργοί καταδικάστηκαν από τη Δικαιοσύνη ως εμπλεκόμενοι σε σκάνδαλα;

Σύμφωνα με τον κ. Σημίτη, ο ίδιος δεν φέρει προσωπική ευθύνη, αφού τα πρόσωπα που επέλεξε να τον στελεχώσουν «δεν ήταν άγνωστα αλλά αναγνωρισμένα στελέχη του κόμματος». Για τη συνεργασία του με τους υπουργούς ως προς την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου επισημαίνει ότι η πρακτική του ήταν να απαιτεί «συνεχή ενημέρωση και προτάσεις» για τα θέματα αρμοδιότητας τους όπου με το γνωστό «μπλοκάκι», παρακολουθούσε την πορεία εκτέλεσης των αποφάσεων. Δηλώνει ότι και σήμερα θα λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο, τονίζοντας ότι «ο πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειες της».

Προσφυγή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας

Ο κ. Σημίτης σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» προβλέπει την προσφυγή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) γεγονός που συνεπάγεται νέους όρους στην οικονομική πολιτική.

Ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, δεν συμμερίζεται την κυβερνητική θέση περί «νέου καθεστώτος χωρίς δεσμεύσεις», ενώ θεωρεί ότι το πλεόνασμα του 2018 «αμφιβόλου ύπαρξης λόγω μη καταβολής των εσωτερικών υποχρεώσεων».

«Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα οδηγήσουν σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» και κατ΄ επέκταση σε «νέο δανεισμό από την ΕΕ», αναφέρει και εκφράζει αμφιβολίες ότι η χώρα είναι «απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις» στη μεταμνημονιακή εποχή.

Αναφερόμενος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο πρώην πρωθυπουργός σημειώνει ότι απαιτείται η «διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και όχι η «επανάκτηση της χαμένης αυτονομίας κάθε χώρα της».

«Αναγκαίο πολιτικό κίνημα το ΚΙΝΑΛ»

Αναφερόμενος στο ΚΙΝΑΛ, ο κ. Σημίτης έκανε λόγο για «αναγκαίο» πολιτικό κίνημα στη σημερινή συγκυρία της έντονης διαμάχης μεταξύ των δύο κυρίαρχων αντιπάλων κομμάτων. «Είναι ικανό να διαιτητεύσει, συμβάλλοντας στη σύγκλιση λύσεων», αναφέρει, προσθέτοντας πως «από τη συνεργασία των κοινωνικών ομάδων που θα συσπειρώσει θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα προωθήσουν τον δημοκρατικό σοσιαλισμό».

Κριτική στην κυβέρνηση για τη συνεργασία της με την κοινωνία

Παράλληλα, ο κ. Σημίτης δεν θεωρεί επιτυχημένη την εικόνα του σημερινού πρωθυπουργού και το «επίπεδο εμπιστοσύνης» που έχει πετύχει με την κοινωνία, για την πορεία ανασυγκρότησης της χώρας. «Η συνεργασία της κοινωνίας με την κυβέρνηση και η απαραίτητη εμπιστοσύνη (προϋποθέσεις για την ανάπτυξη)» σημειώνει, «βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο στη χώρα μας». Παρατηρεί ότι η ανάπτυξη έχει πρώτη προτεραιότητα και ότι μέσω αυτής θα επιτευχθεί η μείωση του χρέους. Προτείνει μείωση του πλεονάσματος στο 1,5% έως το 2029 και στο 1% έως το 2059 (αντί του 3,5% και 2,9%), ώστε το υπόλοιπο (πλεόνασμα) να χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις με μοχλό τις δημόσιες οι οποίες θα επιτρέψουν την αύξηση και των ιδιωτικών που σήμερα δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης ρευστού.