Χρειάστηκαν μόλις 26 μέρες. Στις 11 Σεπτέμβρη του 2001 οι κάτοικοι των Ηνωμένων Πολιτειών σοκάρονται βλέποντας σε ζωντανή μετάδοση του Δίδυμους Πύργους να καταρρέουν μετά από πρόσκρουση και διεμβολισμό από δύο αεροπλάνα. Μία τριπλή αεροπειρατεία (δύο αεροσκάφη στη Νέα Υόρκη και ένα στην Ουάσινγκτον) έχουν συνταράξει την Αμερική και η κυβέρνηση Μπους εξετάζει αντεπίθεση και εκδίκηση.
Στις 7 Οκτωβρίου, 26 μέρες μετά, εισβάλουν οι ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και ξεκινούν αυτό που αποκάλεσαν «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας». Μπορεί να ξεκίνησε σαν μία εκστρατεία κατά των τρομοκρατών, αλλά τελικά υπήρξε ο μακροβιότερος πόλεμος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, αφού έκλεισε δύο δεκαετίες αργότερα μέσα σε σκηνές πανικού, με τους Ταλιμπάν να επιστρέφουν στην εξουσία. Από το φθινόπωρο του 2001 έως τον Αύγουστο του 2021, ο πόλεμος αυτός σημάδεψε την παγκόσμια πολιτική, αποκάλυψε τα όρια της αμερικανικής ισχύος και άφησε πίσω του ένα Αφγανιστάν βαθιά διχασμένο και πληγωμένο.
Η απάντηση στην 11η Σεπτεμβρίου
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα εναντίον των ΗΠΑ στην πρωτεύουσα Ουάσινγκτον και το Πεντάγωνο και κυρίως στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, σκότωσαν σχεδόν 3.000 ανθρώπους και άλλαξαν την πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Ο. Μπους δεσμεύτηκε να «εξαλείψει την τρομοκρατία όπου κι αν βρίσκεται». Στις 7 Οκτωβρίου 2001, ξεκίνησε η επιχείρηση “Enduring Freedom”, με στόχο την ανατροπή των Ταλιμπάν, που παρείχαν καταφύγιο στον Οσάμα μπιν Λάντεν και τους ηγέτες της Αλ Κάιντα.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι δυνάμεις των Ταλιμπάν εκδιώχθηκαν από την Καμπούλ. Οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ στήριξαν τη δημιουργία μιας νέας κυβέρνησης υπό τον Χαμίντ Καρζάι, ενώ δεσμεύθηκαν να οικοδομήσουν ένα δημοκρατικό κράτος, με εκλογές, ελευθερία του Τύπου και δικαιώματα για τις γυναίκες. Ωστόσο, η φαινομενική νίκη αποδείχθηκε απατηλή.
Από την ελπίδα στην παράταση του πολέμου
Ήδη από το 2003, οι Ταλιμπάν άρχισαν να ανασυντάσσονται στις νότιες και ανατολικές περιοχές, βρίσκοντας καταφύγιο στα αφιλόξενα βουνά και στις πακιστανικές συνοριακές ζώνες. Η Ουάσιγκτον, απασχολημένη με τον νέο πόλεμο στο Ιράκ, παραμέλησε το Αφγανιστάν, επιτρέποντας στους αντάρτες να επανεμφανιστούν.
Το 2009, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανακοίνωσε τη "Surge", την αποστολή επιπλέον 30.000 Αμερικανών στρατιωτών, με στόχο την αντιστροφή της πορείας του πολέμου. Παρά τις επιτυχίες σε τοπικό επίπεδο, η γενική εικόνα δεν άλλαξε. Η διαφθορά στη νέα αφγανική κυβέρνηση, η αδυναμία των ενόπλων δυνάμεών της και η εξάρτηση από ξένη βοήθεια έκαναν σαφές ότι η χώρα δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς ξένη στήριξη.
Ο θάνατος του Μπιν Λάντεν και η σταδιακή αποχώρηση
Τον Μάιο του 2011, ο Οσάμα μπιν Λάντεν σκοτώθηκε από Αμερικανούς κομάντος στο Πακιστάν. Το γεγονός θεωρήθηκε ορόσημο, όμως δεν έφερε το τέλος του πολέμου. Ο Ομπάμα ανακοίνωσε τη σταδιακή απόσυρση των στρατευμάτων, μεταφέροντας την ευθύνη για την ασφάλεια στις αφγανικές δυνάμεις. Το 2014, η αποστολή “Enduring Freedom” έληξε τυπικά και ξεκίνησε η “Resolute Support”, με μικρότερη διεθνή παρουσία, περιορισμένη κυρίως στην εκπαίδευση και υποστήριξη του αφγανικού στρατού.
Παρά την αλλαγή στρατηγικής, οι Ταλιμπάν συνέχισαν να κερδίζουν έδαφος. Η κυβέρνηση της Καμπούλ παρέμενε αδύναμη και διχασμένη, ενώ η καθημερινότητα των πολιτών χαρακτηριζόταν από ανασφάλεια, φτώχεια και διαρκείς επιθέσεις αυτοκτονίας.
Η συμφωνία της Ντόχα και η αποχώρηση
Το 2020, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε στη Ντόχα του Κατάρ μια συμφωνία με τους Ταλιμπάν, προβλέποντας την πλήρη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων έως τον Μάιο του 2021, με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι οι Ταλιμπάν δεν θα επέτρεπαν σε τρομοκρατικές οργανώσεις να χρησιμοποιήσουν το αφγανικό έδαφος. Η κυβέρνηση της Καμπούλ αποκλείστηκε ουσιαστικά από τις διαπραγματεύσεις, γεγονός που αποδυνάμωσε περαιτέρω τη θέση της.
Όταν ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία, επιβεβαίωσε την απόφαση αποχώρησης, μεταθέτοντας όμως την προθεσμία για τον Αύγουστο του 2021. Η απόφαση αυτή θα αποδεικνυόταν καθοριστική για το δραματικό τέλος του πολέμου.
Η πτώση της Καμπούλ
Το καλοκαίρι του 2021, οι Ταλιμπάν εξαπέλυσαν μια αστραπιαία επίθεση. Μέσα σε λίγες εβδομάδες κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, χωρίς ουσιαστική αντίσταση από τον αφγανικό στρατό. Στις 15 Αυγούστου 2021, η Καμπούλ έπεσε και ο πρόεδρος Ασράφ Γάνι διέφυγε στο εξωτερικό. Οι εικόνες από το αεροδρόμιο της Καμπούλ — χιλιάδες άνθρωποι να προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν σε αμερικανικά αεροσκάφη — έγιναν το σύμβολο της αποτυχίας μιας 20ετούς αποστολής.
Στις 30 Αυγούστου 2021, το τελευταίο αμερικανικό αεροπλάνο απογειώθηκε, σηματοδοτώντας το τέλος του πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δαπανήσει πάνω από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, μετρώντας πάνω από 2.400 νεκρούς στρατιώτες και δεκάδες χιλιάδες τραυματίες. Οι απώλειες για τους Αφγανούς, στρατιώτες και πολίτες, υπολογίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες.
Ο απολογισμός
Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ξεκίνησε ως απάντηση στην τρομοκρατία και εξελίχθηκε σε μια περίπλοκη προσπάθεια «εθνικής οικοδόμησης» που κατέρρευσε κάτω από το βάρος της διαφθοράς, των εσωτερικών διαιρέσεων και της έλλειψης στρατηγικού οράματος. Παρά τις προόδους που σημειώθηκαν στην εκπαίδευση, τα δικαιώματα των γυναικών και την ελευθερία του Τύπου, οι κατακτήσεις αυτές κινδυνεύουν να χαθούν υπό το νέο καθεστώς των Ταλιμπάν.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, το Αφγανιστάν παραμένει απομονωμένο, με μια οικονομία σε κατάρρευση και σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις. Οι Ταλιμπάν έχουν επιβάλει ξανά περιορισμούς στις γυναίκες, απαγορεύοντας τη δευτεροβάθμια και πανεπιστημιακή εκπαίδευση για τα κορίτσια, ενώ οι διεθνείς σχέσεις της χώρας παραμένουν ασταθείς.
Ο πόλεμος που ξεκίνησε στο όνομα της ασφάλειας και της ελευθερίας κατέληξε σε μια από τις πιο δαπανηρές και αμφιλεγόμενες αποστολές της αμερικανικής ιστορίας. Το Αφγανιστάν, για άλλη μια φορά, αποδείχθηκε «το νεκροταφείο των αυτοκρατοριών» και μια πικρή υπενθύμιση ότι η στρατιωτική ισχύς από μόνη της δεν μπορεί να επιβάλει την ειρήνη.Πηγή: skai.gr