Συμφωνία ή συνθηκολόγηση; Αυτό που σίγουρα ακολούθησε τη χειραψία μεταξύ της προέδρου της Κομισιόν και του Αμερικανού προέδρου την περασμένη Κυριακή ήταν μια «σύγκρουση αφηγημάτων», αλλά και η έναρξη ενός ακόμη γύρου διαπραγματεύσεων για το τελικό, κοινό κείμενο της πολιτικής «συνεννόησης» μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των ΗΠΑ, που «φρέναρε» την επιβολή από την 1η Αυγούστου δυσθεώρητων δασμών στις ευρωπαϊκές εισαγωγές ύψους 30%.
Την επομένη, κιόλας, της συνάντησης της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ, στο Τάρνμπερι της Σκωτίας, διαμορφώθηκαν δύο «στρατόπεδα» εντός της Ε.Ε.
Εκείνοι που κάνουν λόγο για «υποταγή» των Βρυξελλών έναντι των αμερικανικώνγι δασμών ύψους 15% για την πλειονότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών, με αρκετά αμφιλεγόμενες δεσμεύσεις της Κομισιόν για επενδύσεις εκ μέρους της Ε.Ε. ύψους 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ και εξαγοράς αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων, συνολικής αξίας 750 δισ. δολαρίων εντός τριετίας.
Εστιάζουν την προσοχή τους, επίσης, στην έλλειψη στρατηγικής «αντιποίνων», ως «εργαλείου» πίεσης έναντι του Τραμπ και κυρίως στα μηδενικά «ανταλλάγματα» εκ μέρους του. Την οργή τους, άλλωστε, πυροδότησαν οι ενθουσιώδεις δηλώσεις του ότι «αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη συμφωνία που έχει επιτευχθεί ποτέ».
Το έτερο «στρατόπεδο» θεωρεί ότι η Κομισιόν είναι ο «κρυφός» νικητής στο ιδιότυπο «μπρα ντε φερ» με τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. «Με την πλάτη στον τοίχο, πέτυχε την καλύτερη δυνατή συμφωνία», λέει Ευρωπαίος αξιωματούχος με γνώση των συνομιλιών που διεξήχθησαν. Τονίζει, εξάλλου, ότι προσφέρθηκαν στον Τραμπ με έξυπνο τρόπο επενδύσεις που μάλλον δεν θα επιτευχθούν ποτέ, κολακεύθηκε το «εγώ» του, ενώ η Ε.Ε. δέχθηκε υποφαινόμενη ταπείνωση, ώστε να παραμείνει ο Αμερικανός πρόεδρος στο πλευρό της Ουκρανίας.
Διαχείριση ζημιών
Αρκετές ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές με τις οποίες συνομίλησε η «Κ» ανέφεραν ότι επετεύχθη η λιγότερο επώδυνη συμφωνία, καθώς η Ε.Ε εκκινούσε ούτως ή άλλως από θέση αδυναμίας υπό τις διαρκείς απειλές για δυσθεώρητους δασμούς. «Επρόκειτο για μια συμφωνία διαχείρισης ζημιών, μεσο-μακροπρόθεσμα», αναφέρει ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή. Με αυτήν την «ανάγνωση» συμφωνούν, κυρίως, το Βερολίνο και η Ρώμη, που εξαρχής δεν ήθελαν να χρησιμοποιήσει η Κομισιόν «εργαλεία» που είχε στη διάθεσή της, ενώ οι Φρίντριχ Μερτς και Τζόρτζια Μελόνι εμφανίστηκαν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα, κυρίως επειδή εξασφαλίζει «σταθερότητα και βεβαιότητα» για το επενδυτικό περιβάλλον και βασικά για τις εισαγωγές ευρωπαϊκών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, με δασμούς που μειώνονται από 27,5% σε 15%.
Μεγαλύτερη εξάρτηση – Η συμφωνία ενισχύει την εξάρτηση της Ευρώπης από την αμερικανική δύναμη, επισημαίνει ο Αλμπέρτο Αλεμάνο, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο HEC.
Στον αντίποδα βρίσκονται το Παρίσι, το Δουβλίνο και η Μαδρίτη, που εξαρχής ήθελαν πιο δυναμική τακτική με χρήση ακόμη και απειλών στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Εκείνο που, πάντως, φαίνεται να ανησυχεί τον Γάλλο πρόεδρο είναι ότι η ιστορία μάλλον «δεν έχει τελειώσει», ενώ σίγουρα αποδυναμώνει τον στρατηγικό στόχο της Ε.Ε. –τουλάχιστον, όπως τον οραματίζεται– της στρατηγικής αυτονομίας.
Στη «σκιά» αυτής της πολιτικής συμφωνίας, ποιο είναι το μέλλον των ευρω-ατλαντικών σχέσεων;
Για τον Αλμπέρτο Αλεμάνο, καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου στο HEC στο Παρίσι, η συμφωνία αντανακλά την «υποταγή» της Ευρώπης και «ενισχύει την εξάρτηση της ηπείρου από την αμερικανική δύναμη», ενώ εξηγεί ότι «για δεκαετίες, οι ευρωπαϊκές χώρες αποτύγχαναν ως προς τους στόχους των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ και εμφανίζονταν πρόθυμες να βρεθούν κάτω από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ. Τώρα, το ίδιο συνέβη και στο οικονομικό πεδίο, όπου η Ε.Ε. αναδεικνύεται αδύναμη να συγκεντρώσει το συλλογικό της βάρος έναντι των τακτικών πίεσης του Τραμπ». Για τον ίδιο, «η επικύρωση της συναλλακτικής πολιτικής του Τραμπ εκ μέρους της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα ανησυχητική δεδομένου του δηλωμένου στόχου για στρατηγική αυτονομία».
Εδωσε «πάτημα» – Η Ε.Ε. έδωσε «πάτημα» στις ΗΠΑ να θεωρούν εργαλείο τον εξαναγκασμό, σύμφωνα με την Τζεζίν Βέμπερ, μέλος της ομάδας γεωστρατηγικής του German Marshall Fund.
«Κενό» μεταξύ της επιδίωξης της Ε.Ε. να παίξει ισχυρό ρόλο ως γεωπολιτικός παράγων και της πραγματικότητας διαπιστώνει η Τζεζίν Βέμπερ, μέλος της ομάδας γεωστρατηγικής του German Marshall Fund. «Εκτιμώ ότι πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση σε ποιο βαθμό η Ε.Ε. μπορεί να αποτελεί γεωπολιτικό παράγοντα, με δεδομένο ότι στο εμπόριο έχει τη δυνατότητα και τα εργαλεία να διαπραγματευθεί. Τελικά, δεν χρησιμοποίησε τα μέσα πίεσης που διαθέτει».
Επί της ουσίας, η Βέμπερ θεωρεί ότι η Ε.Ε., αποδεχόμενη τους όρους του Τραμπ και χωρίς ανταλλάγματα, έδωσε «πάτημα» στην Ουάσιγκτον να θεωρεί εργαλείο τον «εξαναγκασμό». «Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τη συμφωνία. Και νομίζω ότι πλέον ενθαρρύνεται η Ουάσιγκτον να κάνει το ίδιο και σε άλλους τομείς πολιτικής, ιδιαίτερα για εκείνους όπου δεν ευθυγραμμίζεται με τις Βρυξέλλες. Ενα παράδειγμα μπορεί να είναι η Κίνα, υπάρχει ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να πιέσουν την Ε.Ε να ακολουθήσει την προσέγγισή τους σε ό,τι αφορά το Πεκίνο». «Ο εκβιασμός άλλωστε πέτυχε, γιατί να μην επαναληφθεί;».
Εκπρόσωποι της Κομισιόν αδυνατούν να εξηγήσουν τις συνέπειες της συμφωνίας, ειδικά όταν ερωτώνται για την αναξιοπιστία της Ουάσιγκτον σε ό,τι αφορά άλλες συμφωνίες, όπως εκείνη του Παρισιού για το κλίμα. Επιμένουν απλώς στο αφήγημα ότι εναλλακτική της συμφωνίας του Τάρνμπερι θα ήταν επιβολή δασμών 30% και ένας πόλεμος συνεχιζόμενων αντιποίνων, τον οποίο τα κράτη-μέλη θεωρούσαν «απολύτως έσχατη λύση».
Πηγή: kathimerini.gr