Η ανησυχία που κυριαρχεί στην Ευρώπη θεωρείται πλέον εύλογη. Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί ή θα τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ήπειρος προετοιμάζεται για μια μακρά περίοδο αντιπαράθεσης με μια Ρωσία που εμφανίζεται ολοένα και πιο αναθεωρητική και στρατιωτικοποιημένη.
Το κλίμα αυτό αποτυπώθηκε ήδη από το φθινόπωρο, όταν ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Μπόρις Πιστόριους προειδοποίησε ότι η Ευρώπη ενδέχεται να έχει βιώσει «το τελευταίο της ειρηνικό καλοκαίρι». Αντίστοιχα, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε κάλεσε τα κράτη-μέλη να είναι έτοιμα για μια σύγκρουση ανάλογη εκείνων που σημάδεψαν τις προηγούμενες γενιές, ενώ και η στρατιωτική ηγεσία της Βρετανίας μίλησε ανοιχτά για ανάγκη ετοιμότητας απέναντι σε ενδεχόμενη ρωσική απειλή.
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία παρατείνεται, ο φόβος μιας μελλοντικής ρωσικής επίθεσης σε χώρα της Συμμαχίας αποκτά χαρακτηριστικά επείγοντος – ακόμη και αναπόφευκτου. Όπως επισημαίνει η αναλύτρια Hanna Notte σε άρθρο της στους Financial Times, η πολεμική ρητορική του Βλαντιμίρ Πούτιν, σε συνδυασμό με τη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ, εντείνουν τον φόβο στρατηγικής απομόνωσης της Ευρώπης απέναντι στη Μόσχα.
Ωστόσο, η συνεχής επίκληση του σεναρίου ενός αναπόφευκτου πολέμου κρύβει κινδύνους. Η Notte προειδοποιεί ότι, μετά το σοκ της λανθασμένης εκτίμησης πριν από τη ρωσική εισβολή του 2022, οι Ευρωπαίοι ενδέχεται τώρα να πέφτουν στο αντίθετο άκρο, πείθοντας τους εαυτούς τους πως μια σύγκρουση είναι βέβαιη. Πρόκειται για τον κίνδυνο της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας», όπου ο φόβος οδηγεί σε επιλογές που τελικά ενισχύουν την ίδια την απειλή.
Παράλληλα, η ευρωπαϊκή κινδυνολογία τροφοδοτεί τη ρωσική αφήγηση ότι ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης συνιστά προετοιμασία επίθεσης κατά της Ρωσίας. Ρώσοι αξιωματούχοι και προπαγανδιστές αξιοποιούν το κλίμα αυτό, παρουσιάζοντας την Ευρώπη ως τον νέο βασικό αντίπαλο, εξέλιξη που αντικατοπτρίζεται και στη ραγδαία αύξηση των Ρώσων πολιτών που θεωρούν την ΕΕ εχθρική δύναμη.
Μέσα σε ένα περιβάλλον κλιμακούμενης ρητορικής και περιορισμένων διαύλων άμεσης επικοινωνίας, ακόμη και μεμονωμένα περιστατικά θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν και να οδηγήσουν σε επικίνδυνες αντιδράσεις. Γι’ αυτό, ενώ η ενίσχυση της άμυνας και της αποτροπής κρίνεται αναγκαία, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται να σταθμίσουν προσεκτικά τις κινήσεις και τα μηνύματά τους.
Οι τεταμένες σχέσεις με τη Ρωσία θα παραμείνουν, πιθανότατα, σταθερό στοιχείο της ευρωπαϊκής ασφάλειας για χρόνια. Αυτό καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να αποφευχθεί η παγίδα της αναπόφευκτης σύγκρουσης και να αναζητηθούν τρόποι μείωσης του στρατιωτικού ρίσκου, προτού ο φόβος μετατραπεί σε πραγματικότητα.