Από το 2006 που ίδρυσε το Κόμμα για την Ελευθερία (PVV), ο Γκέερτ Βίλντερς επιχειρεί να «κεφαλαιοποιήσει» πολιτικά το αντιμεταναστευτικό αίσθημα στην Ολλανδία.
Στις εκλογές του 2023, ο ακροδεξιός πολιτικός πέτυχε τον στόχο του, κατακτώντας την πρώτη θέση με 23,5%. Το κόμμα του αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο στον κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά την πρωθυπουργία ανέλαβε ένα τρίτο πρόσωπο και όχι ο ίδιος ο Βίλντερς. Ο ηγέτης του PVV υποσχέθηκε την πιο σκληρή πολιτική για το άσυλο, φθηνότερη υγειονομική περίθαλψη και διάφορες άλλες παροχές. Ωστόσο, με την πάροδο των μηνών, σχεδόν καμία από τις υποσχέσεις του δεν υλοποιήθηκε. Κάποιες βρήκαν «τοίχο» σε υπουργεία ή δικαστήρια, άλλες εγκαταλείφθηκαν λόγω δημοσιονομικών περιορισμών.
Στις 3 Ιουνίου, ο Βίλντερς «τράβηξε το χαλί» κάτω από τον κυβερνητικό συνασπισμό που ο ίδιος κυριαρχούσε, κατηγορώντας τα άλλα κόμματα ότι υπονόμευσαν τα μεταναστευτικά του σχέδια.
Το PVV είχε αρχίσει να χάνει έδαφος στις δημοσκοπήσεις – από 33% στις αρχές του 2024 σε περίπου 20% τον Μάιο. Οι εξοργισμένοι εταίροι του τον κατηγόρησαν ότι έριξε την κυβέρνηση για λόγους πολιτικού εντυπωσιασμού. Η Ντίλαν Γεσίλγκιοζ, ηγέτιδα του κεντροδεξιού VVD, χαρακτήρισε την κίνηση «υπερβολικά ανεύθυνη».
Στις 26 Μαΐου, σε αιφνιδιαστική συνέντευξη Τύπου, ο Βίλντερς είχε παρουσιάσει δέκα απαιτήσεις για αυστηρότερη πολιτική ασύλου, ανάμεσά τους και μη «δουλεμένες» ιδέες όπως η ανάπτυξη του στρατού στα σύνορα, σχολιάζει ο Economist.
Στις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, απαίτησε να υπογράψουν τα άλλα κόμματα. Οταν του ζήτησαν να επεξεργαστεί πρώτα τις λεπτομέρειες και να καταθέσει τις προτάσεις στο κοινοβούλιο, εκείνος διέλυσε την κυβέρνηση. «Με τη χαρακτηριστική καταστροφολογική του ρητορική, δήλωσε ότι εξελέγη για να σταματήσει τους αιτούντες άσυλο, όχι για να διευκολύνει “την κατάρρευση της Ολλανδίας”», σχολιάζει ο Economist.
Η Ολλανδία οδεύει πλέον εκτός απροόπτου σε νέες εκλογές. Οποιοσδήποτε «εναλλακτικός συνασπισμός» θα πρέπει να περιλαμβάνει το μεγάλο κόμμα των Εργατικών-Πρασίνων (Labour-GreenLeft), αλλά ο ηγέτης του, Φρανς Τίμερμανς, έχει ήδη αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Μέχρι τότε, ο «υπερκομματικός» πρωθυπουργός Ντικ Σουφ θα παραμείνει στη θέση του, μαζί με τους περισσότερους υπουργούς – οι υπουργοί του PVV έχουν παραιτηθεί.
Η απουσία κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα περιπλέξει τη θέση της Ολλανδίας στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, που θα φιλοξενηθεί στη Χάγη στις 24-25 Ιουνίου, κατά την οποία ο μεταβατικός πρωθυπουργός Σουφ θα κληθεί να δεσμευτεί για σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών, σημειώνει ο Economist, σχολιάζοντας πως η απερχόμενη ολλανδική κυβέρνηση ήταν η πιο δεξιά που έχει συσταθεί από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη χώρα.
«Ως έναν βαθμό, η κατάρρευσή της οφείλεται στις ιδιορρυθμίες του Γκέερτ Βίλντερς» σημειώνεται στην ανάλυση, που υπογραμμίζει την αυστηρά προσωποπαγή δομή που δεν επέτρεψε στο PVV να αναπτύξει ένα επιτελείο ικανών στελεχών. Ηταν άλλωστε η επιλογή του Βίλντερς για το υπουργείο Μετανάστευσης, «η άπειρη και πεισματάρα Μαργιολέιν Φάμπερ, που απέτυχε να υλοποιήσει τις πολιτικές ασύλου του αρχηγού της, συγκρουόμενη συνεχώς με τη Βουλή, τους δημάρχους και τους δημόσιους υπαλλήλους».
Ο Βίλντερς έχει αποκτήσει τη φήμη του κακού εταίρου ήδη από το 2012, όταν κατέρριψε την πρώτη κυβέρνηση του Μαρκ Ρούτε, του μακροβιότερου πρωθυπουργού της χώρας και ηγέτη του VVD, επειδή δεν ήθελε να επωμιστεί την ευθύνη για μέτρα λιτότητας.
Ο Ρούτε είχε δεσμευτεί να μη συνεργαστεί ποτέ ξανά με τον Βίλντερς, όμως η Ντίλαν Γεσίλγκιοζ δρασκέλισε αυτή την κόκκινη γραμμή το 2023. Τώρα επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση τον αγαπημένο χαρακτηρισμό του Ρούτε για τον ηγέτη του PVV: wegloper, δηλαδή «αυτός που φεύγει». Αλλοι ήταν ακόμα πιο σκληροί. Η υπουργός Στέγασης Μόνα Κέιζερ κατηγόρησε τον Βίλντερς ότι «πρόδωσε την Ολλανδία».
Οι δυσκολίες του PVV στη διακυβέρνηση θυμίζουν αντίστοιχα προβλήματα άλλων λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Η Τζόρτζια Μελόνι, η ακροδεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας, είδε το σχέδιό της για μεταφορά αιτούντων άσυλο σε κέντρα επεξεργασίας στην Αλβανία να μπλοκάρεται από τα δικαστήρια. Στη Σουηδία, οι «Δημοκράτες της Σουηδίας» έχουν μετακινήσει ελαφρώς δεξιότερα την πολιτική ατζέντα για τη μετανάστευση και το κλίμα, αλλά η υλοποίηση της γίνεται από το κεντροδεξιό «Κόμμα των Μετριοπαθών», που κυβερνά, ενώ εκείνοι παραμένουν εκτός υπουργικού συμβουλίου. Στην Πολωνία, στις 1 Ιουνίου, οι ψηφοφόροι εξέλεξαν έναν ακροδεξιό πρόεδρο, τον Καρόλ Ναβρότσκι, αλλά η βασική επίπτωση της εκλογής του θα είναι η δυνατότητά του να μπολοκάρει την κεντρώα κυβέρνηση μέσω του δικαιώματος άσκησης βέτo.
Τα ακροδεξιά κόμματα μπορούν να αλλάξουν ριζικά μια χώρα όταν διαθέτουν απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν αντιμετωπίζουν εμπόδια από άλλους θεσμούς — όπως συνέβη στην Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν ή στην Πολωνία την περίοδο 2015-2023. Αυτό όμως είναι αδύνατο στο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο της Ολλανδίας, όπου στη Βουλή εκπροσωπούνται 15 κόμματα. Εκτός από το PVV και το VVD, η απερχόμενη κυβέρνηση περιλάμβανε το κεντρώο κόμμα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο (New Social Contract), με έμφαση στη μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης, και το αγροτικό κόμμα «Κίνημα Αγροτών-Πολιτών» (BBB), που είχε ορίσει ως βασική «αποστολή» του την άρση των περιορισμών της Ε.Ε. σχετικά με τη ρύπανση που συνδέεται με τις φάρμες. Ομως και αυτά τα κόμματα δυσκολεύτηκαν στην κυβέρνηση, και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ενδεχόμενες νέες εκλογές απειλούν να τα εξαφανίσουν από τον πολιτικό χάρτη.
Καθώς η ολλανδική πολιτική επιστρέφει σε προεκλογική τροχιά, στο επίκεντρο της μάχης θα βρεθούν το VVD, το PVV και οι Εργατικοί-Πράσινοι. Ο Βίλντερς θα προσπαθήσει να αποποιηθεί την ευθύνη για τις αποτυχίες της κυβέρνησης και να επαναφέρει στο προσκήνιο το μεταναστευτικό — το ζήτημα στο οποίο το κόμμα του «υπερέχει». «Θα προσπαθήσει να προωθήσει το αφήγημα ότι ο ίδιος παρεμποδίστηκε από κόμματα του κατεστημένου και θεσμούς των ελίτ, από το να υλοποιήσει τις πολιτικές του», εξηγεί στον Economist η Σάρα ντε Λάνχε, πολιτική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Aμστερνταμ. Ο Τίμερμανς, ο μόνος μεγάλος αντίπαλλς στην Αριστερά, πρέπει να αποφασίσει αν θα εστιάσει την εκστρατεία του κυρίως εναντίον του PVV ή του VVD.
Η «κληρονομιά» της πρώτης κυβέρνησης με συμμετοχή του PVV θα διαφανεί και από τις κινήσεις της Ντίλαν Γεσίλγκιοζ. Ως επικεφαλής του μεγαλύτερου κόμματος του συντηρητικού χώρου, θα είναι αυτή που θα κρίνει εάν ο Βίλντερς θα περιθωριοποιηθεί εκ νέου ή αν η χώρα θα εδραιώσει τη στροφή προς την άκρα δεξιά.
Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπίσει και την επανεμφάνιση των κεντροδεξιών χριστιανοδημοκρατών, οι οποίοι βρίσκονται στα αριστερά του κόμματός της. Το VVD λειτουργούσε ως φραγμός απέναντι τους ριζοσπάστες της δεξιάς, αλλά «από τότε που ανέλαβε η Γεσίλγκιοζ, έχει μετατραπεί σε γέφυρα», σχολιάζει ο Μαρκ Τίσεν, αρθρογράφος και πρώην στρατηγικός σύμβουλος του VVD.
Πηγή: Economist