Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εντάξουν πλήρως το Ισραήλ το 2022 στη CENTCOM, τη στρατιωτική διοίκηση που καλύπτει τη Μέση Ανατολή, συνιστά μία από τις σημαντικότερες στρατηγικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών στην περιοχή.
Παρότι δεν πρόκειται για επίσημη αμυντική συμμαχία με τη μορφή συνθήκης, το νέο πλαίσιο συνεργασίας παρέχει στο Ισραήλ ουσιαστικά όλα τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας σχέσης: ενισχυμένη αποτρεπτική ισχύ, στενό επιχειρησιακό συντονισμό με τις ΗΠΑ και αραβικούς συμμάχους τους, βαθύτερο στρατηγικό βάθος και δυνατότητα κοινών στρατιωτικών ενεργειών, χωρίς να περιορίζεται η ανεξαρτησία των ισραηλινών αποφάσεων.
Για δεκαετίες, το Ισραήλ υπαγόταν στη διοίκηση EUCOM, η οποία έχει ως περιοχή ευθύνης την Ευρώπη. Η επιλογή αυτή δεν ήταν γεωγραφική αλλά πολιτική: τα περισσότερα αραβικά κράτη αρνούνταν να συμμετέχουν σε κοινά στρατιωτικά σχήματα με το Ισραήλ, γεγονός που ανάγκαζε την Ουάσινγκτον να διατηρεί τη στενή στρατιωτική συνεργασία με το Τελ Αβίβ εκτός του πλαισίου της Μέσης Ανατολής. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020 άλλαξαν ριζικά αυτή την ισορροπία, καθώς κράτη όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και αργότερα το Μαρόκο αποδέχθηκαν την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, καταργώντας στην πράξη το αραβικό βέτο.
Έτσι, η μεταφορά του Ισραήλ στη CENTCOM, που ανακοινώθηκε το 2021 και ολοκληρώθηκε το 2022, το κατέστησε αναπόσπαστο μέρος της περιφερειακής αρχιτεκτονικής ασφαλείας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Στο επίκεντρο αυτής της αρχιτεκτονικής βρίσκεται η αντιμετώπιση της ιρανικής επιρροής, μέσω κοινής συλλογής πληροφοριών, ενοποιημένης αεράμυνας, ναυτικής συνεργασίας και συντονισμένου επιχειρησιακού σχεδιασμού.
Η νέα αυτή πραγματικότητα αποτυπώθηκε γρήγορα στην πράξη. Το Ισραήλ συμμετείχε σε μεγάλες πολυεθνικές ασκήσεις, όπως η IMX-2022 υπό την ηγεσία του αμερικανικού 5ου Στόλου, αλλά και η Juniper Oak 2023, η μεγαλύτερη κοινή στρατιωτική άσκηση ΗΠΑ–Ισραήλ, με τη συμμετοχή στρατηγικών βομβαρδιστικών, μαχητικών αεροσκαφών, ναυτικών δυνάμεων, ειδικών μονάδων και προηγμένων συστημάτων πληροφοριών. Οι ασκήσεις αυτές δεν είχαν συμβολικό χαρακτήρα, αλλά σηματοδότησαν τη θεσμοθέτηση μιας βαθιάς και διαρκούς επιχειρησιακής συνεργασίας.
Η πλήρης σημασία της ένταξης στη CENTCOM έγινε σαφής μετά την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023. Η αμερικανική αντίδραση ήταν άμεση και μεγάλης κλίμακας, με την ανάπτυξη αεροπλανοφόρων, πλοίων αντιπυραυλικής άμυνας, μέσων ηλεκτρονικού πολέμου και ενισχυμένων δυνατοτήτων πληροφοριών. Στην πράξη, οι ΗΠΑ παρείχαν στο Ισραήλ μια ισχυρή στρατηγική ομπρέλα, μειώνοντας τον κίνδυνο γενικευμένης σύρραξης με το Ιράν ή τη Χεζμπολάχ.
Ακόμη πιο ενδεικτική ήταν η αντίδραση στις ιρανικές επιθέσεις με πυραύλους και drones το 2024 και το 2025. Για πρώτη φορά ενεργοποιήθηκε ένα πολυεθνικό δίκτυο άμυνας υπό την ομπρέλα της CENTCOM. Αμερικανικά αεροσκάφη αναχαίτισαν μη επανδρωμένα οχήματα πάνω από το Ιράκ και την Ερυθρά Θάλασσα, ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία κατέρριψαν πυραύλους cruise, ενώ αραβικές χώρες όπως η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ παρείχαν εναέριους διαδρόμους και κρίσιμες πληροφορίες. Τα ισραηλινά αντιαεροπορικά συστήματα συντονίστηκαν πλήρως με τα αμερικανικά κέντρα διοίκησης, αποτρέποντας σε μεγάλο βαθμό τις επιθέσεις.
Μετά την εκεχειρία του Οκτωβρίου 2025, στο πλαίσιο αμερικανικής πρωτοβουλίας, ιδρύθηκε κοινό κέντρο διοίκησης κοντά στη Γάζα, με στόχο τη συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών, τον συντονισμό επιχειρήσεων και τη διαχείριση της ανθρωπιστικής διάστασης. Η φυσική παρουσία Αμερικανών αξιωματικών δίπλα σε Ισραηλινούς διοικητές ενίσχυσε την κατανόηση της Ουάσινγκτον για τον τρόπο δράσης της Χαμάς και τις δυσκολίες ελέγχου της περιοχής.
Στο εσωτερικό του Ισραήλ δεν λείπουν οι επικριτικές φωνές, που εκφράζουν ανησυχία για ενδεχόμενους περιορισμούς στην ισραηλινή στρατιωτική ελευθερία ή για αποκλίσεις μεταξύ αμερικανικών και ισραηλινών στόχων ως προς το μέλλον της Γάζας. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, Ισραηλινοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι δεν έχει υπάρξει επιβολή αποφάσεων που να αντιβαίνουν στα θεμελιώδη συμφέροντα ασφάλειας της χώρας.
Στην πράξη, το ισχύον πλαίσιο συνεργασίας προσφέρει στο Ισραήλ τα πλεονεκτήματα μιας άτυπης συμμαχίας, χωρίς τις δεσμεύσεις μιας τυπικής αμυντικής συνθήκης. Ταυτόχρονα, αποκαλύπτει ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν αποσύρονται από τη Μέση Ανατολή, αλλά επανέρχονται ως ο κυρίαρχος ρυθμιστής των εξελίξεων, ενισχύοντας συμμάχους, περιορίζοντας την επιρροή του Ιράν και διαμορφώνοντας ένα νέο περιφερειακό πλαίσιο ισχύος.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ένταξη του Ισραήλ στη CENTCOM δεν αποτελεί απώλεια ελέγχου, αλλά στρατηγική αναβάθμιση. Το Ισραήλ ενσωματώνεται σε έναν άτυπο περιφερειακό συνασπισμό υπό αμερικανική καθοδήγηση, αποκτώντας μεγαλύτερη αποτρεπτική ισχύ, επιχειρησιακή υποστήριξη και διεθνή νομιμοποίηση — στοιχεία που, μακροπρόθεσμα, υπερτερούν των περιορισμών που συνεπάγεται αυτή η βαθιά διασύνδεση.
Με πληροφορίες από The Jerusalem Strategic Tribune