«Σύννεφα» υπερδυνάμεων πάνω από την Ταϊβάν

 
xx

Πηγή Φωτογραφίας: ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ

Ενημερώθηκε: 03/05/25 - 11:01

Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας βρίσκονται τον τελευταίο καιρό σε ναδίρ πολλών ετών, και οι αιτίες για αυτό είναι αρκετές. Δασμοί άνω του 100% και από τις δύο πλευρές απειλούν να διαλύσουν το διμερές εμπόριο. Οι δύο χώρες προσπαθούν να κυριαρχήσουν σε προηγμένες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI). Στρατιωτικές δυνάμεις συγκεντρώνονται στον Ειρηνικό. 

Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου τον 20ό αιώνα, αντιπαλότητες αυτού του είδους κορυφώθηκαν σε επίπεδο ανάφλεξης, με επίκεντρο το Βερολίνο, αλλά και την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, όπως επισημαίνει στη ανάλυσή του ο Economist προσθέτοντας πως στην παρούσα φάση η αμερικανική αποφασιστικότητα είναι πιθανό να δοκιμαστεί για την Ταϊβάν, «ενδεχομένως νωρίτερα» από ό,τι αναμένει ο περισσότερος κόσμος.

Η Κίνα υποστηρίζει ότι η Ταϊβάν είναι έδαφός της και επικρέμεται διαρκώς η απειλή εισβολής, ιδίως εάν η Ταϊβάν διακηρύξει την ανεξαρτησία της. Η Ταϊβάν από την πλευρά της θέλει να παραμείνει αυτόνομη δημοκρατία. Η Ουάσιγκτον επιχειρεί να γεφυρώσει αυτή την αντίφαση αλλά με επισφαλή τρόπο. Ενώ εργάζεται για να αποτρέψει την επίσημη απόσχιση της Ταϊβάν, υποστηρίζοντας ότι αντιτίθεται στη χρήση βίας για την επίλυση της διαφοράς, πουλά όπλα στην Ταϊβάν χωρίς να εγγυάται την ασφάλειά της.

Τα τελευταία χρόνια, η αντιπαράθεση κλιμακώνεται. Το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) έχει κερδίσει τις εκλογές τις τρεις τελευταίες φορές και τάσσεται σαφώς υπέρ της ανεξαρτησίας του νησιού. Από το 2010, η οικονομική δύναμη του νησιού έχει γίνει πιο σημαντική, καθώς η εταιρεία TSMC έχει κυριαρχήσει στην κατασκευή προηγμένων ημιαγωγών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για χρήση σε εφαρμογές Τεχνητή Νοημοσύνη. 

Εν τω μεταξύ, οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας έχουν τριπλασιαστεί, με αποτέλεσμα το κάποτε μεγάλο στρατιωτικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ στην Ασία να έχει υποχωρήσει. Στρατιωτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ εκτιμούν ότι, εφόσον η χώρα τους μπορεί να στείλει σαφές μήνυμα ότι μπορεί να πολεμήσει, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ δεν θα επιχειρήσει την ενοποίηση

Ενας πόλεμος για την Ταϊβάν θα ήταν καταστροφή: γιατί ο Σι Τζινπίνγκ να βιαστεί να υποθηκεύσει την κληρονομιά του και το μέλλον του Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια εισβολή που θα μπορούσε να πάει καταστροφικά στραβά;

Τι έχει αλλάξει

Τρεις παράγοντες γεννούν αμφιβολίες σύμφωνα με τον Economist. 

Ο πρώτος είναι ότι υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ οι ΗΠΑ χάνουν την αποτρεπτική τους ικανότητα. Ο πρόεδρος και οι υποστηρικτές του μιλούν για ειρήνη μέσω της ισχύος. Παρουσιάζουν τον εμπορικό πόλεμο και την απομάκρυνση από την Ευρώπη ως απόδειξη ότι o ανταγωνισμός με την Κίνα τίθεται στο επίκεντρο της εξωτερικής του πολιτικής. Ωστόσο, ο εμπορικός πόλεμος φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το 2024, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωνε ότι αν η Κίνα προσπαθούσε να εισβάλει στην Ταϊβάν, θα επέβαλε δασμούς: «Θα σας φορολογήσω, με συντελεστή 150% έως 200%», έλεγε. Σήμερα, οι δασμοί είναι στο 145%. 

Ο εμπορικός πόλεμος αποτελεί «δοκιμασία» για το ποιος μπορεί να αντέξει περισσότερο και η Κίνα δείχνει αποφασισμένη να πολεμήσει και ίσως να κερδίσει αυτήν τη μάχη. Επιπλέον, ο προστατευτισμός βλάπτει τους συμμάχους της Αμερικής. Η Ταϊβάν είναι αντιμέτωπη με δασμούς 32% και ο Αμερικανός πρόεδρος πιέζει την TSMC να μεταφέρει εργοστάσια στην Αμερική. Η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα αντιμετωπίζουν δασμούς και απαιτήσεις «αποσύνδεσης» από την Κίνα, που είναι μεγάλος εμπορικός εταίρος τους.

Καμία ασιατική χώρα δεν πρόκειται να διακόψει την αμυντική συμμαχία της με τις ΗΠΑ, καθώς, όπως έχει σημειώσει ο απερχόμενος πρωθυπουργός της Νότιας Κορέας, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Ωστόσο, δεν θα ήθελαν να παρασυρθούν σε μια σύγκρουση με επίκεντρο την Ταϊβάν.

Η Κίνα συνεχίζει να προετοιμάζεται για την κατάληψη του νησιού με τη βία. Αλλά εφαρμόζει και νέες, πιο αυστηρές τακτικές λογικής «γκρίζας ζώνης», που δεν μπορούν να θεωρηθούν άμεσος πόλεμος. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι προσωρινές καραντίνες και οι τελωνειακοί έλεγχοι πλοίων στα ύδατα της Ταϊβάν, χρησιμοποιώντας την εξαιρετικά μεγάλη δύναμη της ακτοφυλακής της Κίνας.

Στόχος της Κίνας είναι να υπονομεύσει την κυριαρχία της Ταϊβάν και να σπείρει αμφιβολίες στους πολίτες της ότι η Αμερική θα ήταν σε θέση ή πρόθυμη να τους βοηθήσει στην περίπτωση που αποφασιστεί εισβολή. Πολλές ιδιωτικές εμπορικές ναυτιλιακές εταιρείες ενδέχεται να συμμορφωθούν με την καραντίνα. Χάρη σε μια διπλωματική εκστρατεία που έχει ξεκινήσει το Πεκίνο από το 2023, σχεδόν 70 χώρες φαίνονται να στηρίζουν τις προσπάθειες επανένωσης της Ταϊβάν με την Κίνα.

Αυτές οι τακτικές που ακολουθέι η Κίνα έχουν σχεδιαστεί για να εκμεταλλευτεί το Πεκίνο τον τρίτο παράγοντα, που είναι η χρόνια δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος της Ταϊβάν. Ενώ ελάχιστοι Ταϊβανέζοι συντάσσονται με την επανένωση, το πολιτικό κλίμα στο νησί χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα πόλωσης και εφησυχασμού. Από τις εκλογές του 2024, ο πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε μοιράζεται την εξουσία με το κοινοβούλιο που ελέγχεται από το κόμμα KMT, το οποίο υποστηρίζει την επανένωση με την Κίνα, και ένα νέο τρίτο κόμμα που υποστηρίζεται από νέους Ταϊβανέζους απογοητευμένους από το DPP. Το αδιέξοδο εμποδίζει την Ταϊβάν να λάβει αποφασιστικά μέτρα ώστε να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες, να μειώσει την εξάρτησή της από την εισαγόμενη ενέργεια ή να προετοιμαστεί για μια κρίση. Οι προσπάθειες του Λάι να καταστείλει την κινεζική διείσδυση έχουν «γυρίσει μπούμερανγκ», ενισχύοντας την πόλωση.

Ολοι αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να ενισχύσουν έναν «επιβλαβή βρόχο ανατροφοδότησης» στο εσωτερικό της χώρας, ακόμη και αν ο Ντόναλντ Τραμπ υποχωρήσει στο θέμα του εμπορίου. Εάν οι ΗΠΑ υποχωρήσουν από τη δέσμευσή τους να υπερασπιστούν την Ταϊβάν, τότε η Ταϊβάν μπορεί να απωλέσει την αποφασιστικότητα να αντισταθεί. Και εάν η Ταϊβάν δεν είναι έτοιμη να αμυνθεί, η Αμερική θα είναι λιγότερο πιθανό να την βοηθήσει. 

Μια τέτοια εξέλιξη, δημιουργεί τον κίνδυνο η Ταϊβάν να μπει σε μια τροχιά που θα την οδηγήσει σταδιακά στην «αγκαλιά» της Κίνας, «χωρίς να πέσει ούτε μία σφαίρα»

Ο Αμερικανός πρόεδρος θα μπορούσε να κλιμακώσει την κρίση ανά πάσα στιγμή. Αλλά αντί να ρισκάρει έναν πυρηνικό πόλεμο με την Κίνα, μπορεί να αφήσει το νησί να «φύγει» ή να κάνει μια συμφωνία παράδοσής του.

Αυτό θα ήταν καταστροφή για τη δημοκρατία της Ταϊβάν, η οποία με τον καιρό μπορεί ακόμη και να εκλέξει μια κυβέρνηση προσκείμενη στην Κίνα, δημιουργώντας παράλληλα πανικό στη Δύση ως προς την εξασφάλιση ημιαγωγών. 

Μια τέτοια απόφαση δεν θα τερματίσει απαραίτητα την αμερικανική κυριαρχία στον Ειρηνικό, αλλά θα χρειαστεί πάρα πολλή δουλειά για να ανακτήσει το έδαφος που θα χαθεί. Ο κινεζικός στρατός θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη εμβέλεια. 

Κάτι τέτοιο θα ωθούσε τις δυνάμεις των ΗΠΑ να υποχωρήσουν σε μία δεύτεερη ζώνη νησιών συνδέουν την Ιαπωνία και το Γκουάμ. Και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ασία θα χρειαστούν νέες συμφωνίες, οικονομικού και στρατιωτικού περιεχομένου, για να καθησυχαστούν.

Ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει να δείξει ότι διαθέτει ισχύ. Τα μέτρα προστατευτισμού και η σκληρότητα που επιδεικνύει προς τους συμμάχους αποδυναμώνουν την ικανότητά της να προστατεύει την Ταϊβάν. Ο Economist εκτιμά ότι αυτή η αντίφαση δεν θα περάσει απαρατήρητη στο Πεκίνο. Πριν από λίγο καιρό, ήταν λογικό για τον πρόεδρο της Κίνας να πιστεύει ότι έπρεπε να περιμένει για να θέσει υπό τον έλεγχό του την Ταϊβάν. Τώρα ίσως υποθέτει ότι έχει μια ευκαιρία να δράσει σύντομα, και δεν πρέπει πάει χαμένη.

Πηγή: Economist

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ