Λένε ότι στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Χένρι Κίσινγκερ είχε ρωτήσει τον τότε ηγέτη της Κίνας Τσου Εν Λάι εάν, κατά τη γνώμη του, η Γαλλική Επανάσταση ήταν επιτυχής και εκείνος του απάντησε: «Είναι ακόμη νωρίς για να κρίνουμε…»
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι νωρίς για να αποφανθούμε αν πράγματι σηματοδοτεί κοσμογονικές αλλαγές η συμπαράταξη Κίνας, Ρωσίας και Ινδίας στη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), αλλά και η πρώτη κοινή εμφάνιση των ηγετών της Κίνας, της Ρωσίας και της Βόρειας Κορέας στους εορτασμούς για τα 80 χρόνια από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ασία (δηλαδή τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας).
Μπορούμε όμως να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Πρώτο και κύριο: Το αντι-δυτικό «μπλοκ» που με επιδεξιότητα σμιλεύουν το Πεκίνο και η Μόσχα με γκεστ-σταρ τον Βορειοκορεάτη Κιμ Γιονγκ Ουν δεν είναι τόσο συμπαγές, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Συμβολική υπενθύμιση: Καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο πλάνο ο Κιμ, ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι φρόντισε να αποχωρήσει και μάλιστα λίγο αργότερα υποδέχθηκε στο Νέο Δελχί τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ για να συζητήσει μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλο Ινδία, άλλο Κίνα
Ήδη από την εποχή που δεν ξεπερνούσε σε πληθυσμό τη γειτονική Κίνα, η Ινδία έφερε με υπερηφάνεια τον τίτλο της «μεγαλύτερης δημοκρατίας στον πλανήτη». Ακόμη κι ένας ηγέτης με εθνικιστικές καταβολές, όπως ο Ναρέντρα Μόντι, δεν αποποιείται αυτά τα εύσημα, που τον καθιστούν προνομιακό συνομιλητή στην περιοχή. Θέλοντας να τον προσεγγίσουν, οι Ευρωπαίοι είναι αποφασισμένοι να παραβλέψουν ακόμη και ορισμένες δυσάρεστες «λεπτομέρειες», για παράδειγμα ότι η Ινδία εξακολουθεί να προμηθεύεται πετρέλαιο από τη Ρωσία, συγχρηματοδοτώντας κατά κάποιον τρόπο το πολεμικό ταμείο του Πούτιν.
Στο παρελθόν Ινδία και Κίνα πολέμησαν για το Θιβέτ, συγκρούστηκαν για το Κασμίρ, διαφώνησαν για την Ταϊβάν, ενώ έδειξαν ότι έχουν διαφορετικά συμφέροντα και ανταγωνιστική σχέση στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός των εξοπλισμών είναι σχεδόν …peanuts μπροστά στον ανταγωνισμό των δύο ασιατικών δυνάμεων, με την Ινδία να έχει αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες σε 86,1 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ξεπερνώντας τη Μεγάλη Βρετανία ή τη Σαουδική Αραβία.
Επανέρχεται ένα «σοβιετικό» δόγμα;
Βέβαια η «πατρότητα» της ιδέας για στρατηγική συμπαράταξη Ρωσίας, Κίνας και Ινδίας (RIC) αποδίδεται στον πρώην πρωθυπουργό της Ρωσίας Γιεβγκένι Πριμακόφ. Αλλά και οι σχέσεις της Ρωσίας- ή παλαιότερα της Σοβιετικής Ένωσης- με την Κίνα είναι παραδοσιακά ανταγωνιστικές. Και οι δύο χώρες έχουν μία «αντίληψη υπερδύναμης». Για τη Ρωσία αυτό είναι πλέον ξεκάθαρο. Για την Κίνα γίνεται όλο και πιο αντιληπτό με αφορμή το ζήτημα της Ταϊβάν και άλλες αξιώσεις κυριαρχίας στη Νότια Σινική Θάλασσα, αλλά και με τους πρωτοφανείς εξοπλισμούς των τελευταίων ετών (+50% από το 2014 μέχρι σήμερα). Οι κινεζικές ελίτ θεωρούν ούτως ή άλλως ότι η χώρα τους αποτελούσε επί χιλιετίες το κέντρο του κόσμου και η περιθωριοποίησή της κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα ήταν απλώς ένα «ατύχημα» της ιστορίας.
Συνεκτικός δεσμός στην υποτιθέμενη συμπαράταξη Κίνας, Ρωσίας και Ινδίας δεν είναι άλλος από την αντιπαλότητα προς τη Δύση και κυρίως προς τις ΗΠΑ. Αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για μία «στρατηγική συμπαράταξη». Άλλωστε και αυτή η αντιπαλότητα παρουσιάζει διαβαθμίσεις, ενώ δεν είναι εξίσου δεδομένη και για τους τρεις εταίρους. Σίγουρα όμως είναι αυξημένη με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και την πολιτική του «America First».
Πηγή: dw.com