Στις τελευταίες ημέρες της ζωή του, ο Γιάννης Ρίτσος ήταν... δύο άνθρωποι. Ο ένας είχε πλήρη διαύγεια, πνευματικά έδειχνε άτρωτος. Πανίσχυρος.
Αντίθετα, ωστόσο, το σώμα του τον είχε εγκαταλείψει. Και εκείνος ήταν μελαγχολικός. Δύσκολα έβαζε μία μπουκιά στο στόμα του. Είχε καταλάβει και ο ίδιος πως το τέλος ήταν πιο κοντά απ' ότι θα ήθελε.
Ακόμα και κάτω από αυτή τη συνθήκη, ωστόσο, ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, όρθωνε το ανάστημα του και προσπαθούσε να προετοιμαστεί τόσο ο ίδιος όσο και να προετοιμάσει τους δικούς του ανθρώπους.
«Η Φαλίτσα, σύζυγος του Ρίτσου, είχε κατέβει να μιλήσει με τους γιατρούς.
- ''Μείνε λίγο, θα γυρίσω γρήγορα'', είπε. Αμέσως πήγα κοντά του και τον ρώτησα:
- ''Πώς αισθάνεσαι; Φοβάσαι; Λυπάσαι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι;''.
Εκείνος, απάντησε με ήρεμη και σταθερή φωνή:
'' Να καταλάβετε ότι δεν θέλω να ζήσω άλλο. Ως εδώ ήταν. Δεν λυπάμαι και δεν φοβάμαι. Το έργο μου θα μείνει για πάντα. Θα είμαι κοντά στους ανθρώπους για πάντα''. Πίστευε πολύ σε αυτή την αιωνιότητα. Ήταν σαν να είχε νικήσει το θάνατο.
''Αυτή ήταν η ζωή μου», συνέχισε. «Έδωσα και πήρα πολλά. Τώρα δεν παίρνω πια. Ούτε δίνω. Ήρθε η ώρα να φύγω''».
Η φίλη του, Ρούλα Κακλαμανάκη, περιέγραψε στο βιβλίο της, «Γιάννης Ρίτσος, η ζωή και το έργο του», κάποιες από τις τελευταίες στιγμές του ποιητή όπως τις βίωσε κοντά του στο νοσοκομείο.
Τελικά, εκείνη την ημέρα οι γιατροί αποφάσισαν να δώσουν εξιτήριο στο Ρίτσο.
- «Δεν γίνεται τίποτα, μου είπαν οι γιατροί. Γι’αυτό φεύγουμε. Είναι ζήτημα ημερών», εξομολογήθηκε η σύζυγος του ποιητή, στην Ρούλα Κακλαμανάκη.

«ΤΑ ΝΕΑ», 12.11.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.
9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης.
«Το ρολόι του χρόνου γυρνά πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια πίσω, στον Μάιο του 1936. Ο εικοσιπεντάχρονος τότε Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος από τη φωτογραφία της μάνας που θρηνεί πάνω στο σώμα του νεκρού απεργού στη Θεσσαλονίκη, κλείνεται μέσα στο σπίτι του για δυόμισι εικοσιτετράωρα και γράφει τον χιλιοτραγουδισμένο Επιτάφιό του [που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1960]»
Ο «Επιτάφιος» που εκδίδεται από τον Ριζοσπάστη το 1936, είναι η τρίτη ποιητική έκδοση του Ρίτσου, μετά το «Τρακτέρ» (1934) και τις «Πυραμίδες» (1935) και αναμφίβολα αποτελεί το πιο καθοριστικό ίσως σημείο για την πορεία του.
«Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα».
Ο Ρίτσος γεννήθηκε την πρωτομαγιά του 1909. Πιθανότατα δεν υπήρχε πιο ταιριαστή μέρα να γεννηθεί ένας άνθρωπος σαν τον Ρίτσο. Αν και η ζωή του ξεκίνησε μέσα στις καλύτερες συνθήκες αφού οικονομικό πρόβλημα δεν αντιμετώπισε ποτέ η οικογένεια του, η πτώχευση του πατέρα (όταν ο Ρίτσος ήταν ακόμα στο Γυμνάσιο) ανάγκασε τον νεαρό τότε Γιάννη να εργαστεί για τα προς το ζην.
Τον Ιανουάριο του 1927 πέρασε μια περιπέτεια υγείας η οποία, ωστόσο, του άλλαξε τη ζωή. Νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του. Οι γνωριμίες αυτές αλλάζουν τη ζωή του και τον καθορίζουν.
Ο Ρίτσος αρχίζει να γράφει ποιήματα και να εδραιώνεται στους συγκεκριμένους κύκλους. Αρθρογραφεί στον Ριζοσπάστη και γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Στις 9 Μάη του 1936 γίνεται η μεγάλη καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη. Την επόμενη ημέρα ο Ρίτσος βλέπει τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί πάνω από το νεκρό παιδί της, που διαδήλωνε.
Συγκλονισμένος γράφει τον «Επιτάφιο». Ο Ρίτσος γνωρίζει καθολική αναγνώριση αλλά μπαίνει και στο «μάτι» των Αρχών.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942.
Σε όλες τις μεγάλες και δύσκολες στιγμές του ελληνισμού ο Ρίτσος είναι παρών. Αλβανικό Μέτωπο, ο κατοχικός χειμώνας της πείνας, εμφύλιος, μετεμφυλιακές και δικτατορικές εξορίες (Λήμνος, Μακρόνησος, Άη Στρατης, Γυάρος, Λέρος, Σάμος) και δεν σταματά ποτέ να δημιουργεί. Γράφει ποίηση, πεζό, θέατρο, μεταφράζει και ζωγραφίζει.
Η Ρωμιοσύνη
Το 1954 εκδίδεται για πρώτη φορά, ως τμήμα της συλλογής του Ρίτσου, «Αγρύπνια», η σπουδαία «Ρωμιοσύνη» που γράφτηκε τη διετία 1945-1947.
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Το 1966 η «Ρωμιοσύνη», όπως πριν λίγα χρόνια και ο «Επιτάφιος», μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε μοναδικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Σε κείμενό του για τον Γιάννη Ρίτσο, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στη συναυλία της Ρωμιοσύνης το 1966 στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια:
«Το καλοκαίρι του ’66 (σ.σ. λίγους μήνες πριν τη Χούντα του ’67) αποφασίσαμε να κάνουμε το μεγάλο άλμα: Συναυλία σε γήπεδο, μιας και δεν μας χωρούσαν πια οι κλειστές αίθουσες. Διαλέξαμε την ΑΕΚ στη Ν. Φιλαδέλφεια. Ήταν η πρώτη Λαϊκή Συναυλία σε ανοιχτό χώρο.
Το μεγάλο άλμα
»Περάσαμε με το αυτοκίνητο και πήραμε απ’ το σπίτι τους το Γιάννη και τη Φιλίτσα. Μπροστά στο γήπεδο, καθισμένοι στα καφενεία οι ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες, όλοι τους αντιστασιακοί, περίμεναν να μπουν πρώτοι. (…)
»Εκατοντάδες με στολές γύρω-γύρω, σαν μπαμπούλες, για να φοβίζουν. Άλλες εκατοντάδες χαφιέδες, για να αναγνωρίζουν και να τρομοκρατούν. (…)

Γιάννης Ρίτσος και Μίκης Θεοδωράκης. Πηγή: yannisritsos.gr
»Εμείς με τον Ρίτσο βγαίναμε απ’ τα αποδυτήρια στο γήπεδο, που ήταν ακόμα άδειο. Κοιτάζαμε τον ουρανό και σαν μέλη κάποιου φανταστικού αρχαίου χορού φωνάζαμε μισοαστεία μισοσοβαρά:
– Έλα λαέ! Νίκησε λαέ! Λαέ, δείξε τη δύναμή σου!
Κι από μέσα οι γυναίκες μας να μας μαλώνουν, μήπως και μας ακούσει κανείς και μας περάσει τρελλούς…»
Το γήπεδο τελικά γέμισε.
«Διηύθυνα πρώτα το ‘Μαουτχάουζεν’ με τη Μαρία Φαραντούρη και μετά τη ‘Ρωμιοσύνη’ με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Γιάννης Ρίτσος, καθισμένος ακριβώς πίσω μου ρουφούσε τη συγκλονιστική στιγμή με όλους τους πόρους της ψυχής του.
»Δεν ήταν μόνο η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι. Ήταν προπαντός αυτή η μυστική μέθεξη όλων αυτών των χιλιάδων, που μέσα απ’ τη ‘Ρωμιοσύνη’ ξαναζούσαν μέσα τους και ξαναδημιουργούσαν ιδεατά το μέγα όνειρο που είχαν όλοι μαζί ζήσει, αφού οι ίδιοι το είχαν πρώτα δημιουργήσει…»
Το 1984, μιλούν στην Εύα Νικολαΐδου και το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» η γυναίκα του Γιάννη Ρίτσου, Φαλίτσα και η κόρη τους Έρη. Ο ίδιος μίλησε ελάχιστες φορές δημόσια για τον ίδιο και το έργου του. Στο τέλος της συνέντευξης αυτής όμως, ο ποιητής απαντά με τρόπο ιδιαίτερο στο ερώτημα για το πόσο ακόμα θα γράφει.
Απαντά με ένα απόσπασμα από τον, ανέκδοτο ακόμα τότε, ένατο τόμο της συλλογής διηγημάτων του που κυκλοφόρησαν από το 1982 ως το 1986, «Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων».
Στη χούντα συνελήφθη τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος και κρατήθηκε στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στη συνέχεια εξορίζεται στη Γυάρο και στη Λέρο. Όταν το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους δικτάτορες και εξορίστηκε ξανά στη Σάμο. Επέστρεψε στην Αθήνα και συμμετείχε στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Στη μεταπολίτευση συνέχισε να γράφει με όλες του τις δυνάμεις μέχρι και το θάνατό του το 1990. Είναι ενδεικτικό πως ο Ρίτσος άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές!
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 9:25 το βράδυ της 11η Νοεμβρίου 1990. Στις 11 Νοεμβρίου (1921) είχε πεθάνει η μητέρα του. Ο σπουδαίος ποιητής κηδεύτηκε στη Μονεμβασιά, τρεις ημέρες αργότερα.
Ο Γιάννης Ρίτσος και η εξέγερση του Πολυτεχνείου
Όταν οι φοιτητές κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο και το νέο διαδόθηκε πολλοί ήταν οι Αθηναίοι που δείχνοντας αλληλεγγύη έσπευσαν να προσεγγίσουν το Ίδρυμα της οδού Πατησίων.
Κάποιοι τα κατάφεραν. Κάποιοι άλλοι «συναντήθηκαν» με τις αστυνομικές δυνάμεις που τους έκοψαν τον δρόμο. Εκεί η βία είχε τον πρώτο λόγο. Ως απάντηση οι φοιτητές πραγματοποιούσαν πορείες «εξόδου» προκειμένου να επιστρέψουν στο ΕΜΠ έχοντας μαζί τους περισσότερο κόσμο.
Σε μια από αυτές τις πορείες, την πρώτη ημέρα της κατάληψης, βρέθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος. Στην πλατεία Κλαυθμώνος η πορεία στην οποία συμμετείχε χτυπήθηκε άγρια από την αστυνομία.
Ο ίδιος κινδύνεψε, όταν σύμφωνα με μαρτυρίες, εγκλωβίστηκε σε έναν φράκτη. Οι αστυνομικοί αν και μπορούσαν δεν τον χτύπησαν. Πιθανότατα τον αναγνώρισαν και τον σεβάστηκαν.
Ο Ρίτσος έφυγε και κρύφτηκε στα τότε γραφεία του εκδοτικού οίκου Κέδρος σε μια στοά (Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη).
Το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου ο Ρίτσος βρίσκεται στο σπίτι της εκδότριας Νανάς Καλιανέση και ακούνε τον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών. Το ξημέρωμα της 17ης Νοέμβρη και η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης από τη χούντα, τον βρήκαν στο σπίτι του όπου συνέχισε την ακρόαση.
Συγκλονισμένος από τα γεγονότα αποφασίζει να φύγει για τον Κάλαμο. Εκεί ξεκινάει να γράφει το συγκλονιστικό «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» το οποίο μπορείτε να διαβάσετε στη συνέχεια.
Όταν η χούντα έπεσε, στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ο Γιάννης Ρίτσος, βρέθηκε στο Πολυτεχνείο και εκεί, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, απαγγέλει με τρόπο καθηλωτικό, το «Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες».
«Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»
«ΑΘΗΝΑ 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια
ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων
αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι
πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ΄τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΚΑΛΑΜΟΣ 18 Νοεμβρίου
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.
Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα
μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα
αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο
αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο
στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα
έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας
Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο
επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω
βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ΄ακούς; άκουσέ με, εγώ σ΄ακούω,
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.
ΑΘΗΝΑ 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες
ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα. - Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα
Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;
20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο
οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο
πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι
το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι,
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά
Απ΄το θάνατο αρχίζουμε - έτσι έλεγε- απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα
“τι να κάνουμε -είπε- να ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια
λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
μια τεράστια κίτρινη αφίσα
Ώρα μεγάλη! ώρα σκληρή! ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων
εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα
Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη .
22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του».
Ο Ρίτσος για τον Ρίτσο
«Αν μ’ αξιώσει, όπως λένε ο θεός και η ζωή μού χαρίσει λίγους χρόνους ακόμα, θα συνεχίσω, όχι ‘θα ολοκληρώσω’, θα συνεχίσω το ‘Εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων’, που θα το κρεμάσω κι αυτό κατάντικρυ στη ματαιότητα.
»Η τέχνη για μένα, δεν είναι τρόπος για να μπορέσω να αποκτήσω επώνυμη θέση στα Γράμματα ή φιλοδοξία.
»Τέχνη, για μένα, είναι απόλυτη βιολογική, προσωπική αναγκαιότητα, που εκτείνεται πέρα από το άτομό μου, στη δημιουργία».

«ΤΑ ΝΕΑ», 13.11.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Δύο χρόνια αργότερα, το 1986, εκδίδεται το πεζογράφημά του «Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος», που ήταν ο ένατος και τελευταίος τόμος του «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων». Όπως σημείωνε ο ίδιος: «Ένα ξαφνικό γεγονός (ο θάνατος του αξέχαστου φίλου Μάνου Κατράκη) με υποχρέωσε να επιστρέψω στην Αθήνα και μ΄έβγαλε εντελώς έξω από το σαρκαστικό κλίμα του Αρίοστου…»
Ο Νίκος Μπακουνάκης γράφοντας στον «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ» το 1987, αναφέρεται στο «Εικονοστάσιο» και στο ότι ο Γιάννης Ρίτσος απέφευγε να δίνει συνεντεύξεις:
«Ο ποιητής δεν συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις. Κάτι τέτοιο θα τον έφερε αυτόματα στη θέση του κριτή του έργου του. Πράγμα που θεωρεί άλλους αρμοδιότερους απ’ αυτόν να τον κάνουν. Δεν δίνει συνεντεύξεις ειδικά τώρα, μετά το τέλος του «Εικονοστασίου», αυτών των εννιά βιβλίων, όπου ο ποιητής άδειασε την ψυχή του. Γιατί το ‘Εικονοστάσιο’ είναι ημερολόγια και αυτοβιογραφία μαζί».
Αυτοκριτική
Έτσι μέσα από το ‘Εικονοστάσιό’ του ο Ρίτσος ουσιαστικά προσωπογραφεί και τον ίδιο και όπως σημειώνει ο Μπακουνάκης, το κάνει με αυτοκριτική:
«Πίσω απ’ τα ‘ωραία’ διαφαίνεται ο κίνδυνος σχηματισμού μιας ‘σχολής’, μιας βολικής μανικέρας δελεαστικής αλλά καθόλου ευθύβολης. Γι’ αυτό κι εγώ, με το καινούριο μου πουλόβερ που μου χάρισε η Ρούλα, επιμένω να κατακρίνω τις τρικλοποδιές που βάζει στη φωνή μου η αισθητική αυταρέσκεια. Και κάθε φορά που συλλαμβάνω επ’ αυτοφώρω τον εαυτό μου ν’ ακκίζεται υποκρινόμενος τον ωραίο ταχυδακτυλουργό ή τον δεξιοτέχνη κλόουν ή το κέρινο μανεκέν μιας προθήκης της οδού Σταδίου, τον πιάνω απ’ τ’ αυτί και του φωνάζω: «Αρίοστε, άσε τις ζεβζεκιές και τις κουτσουκέλες, άσε τα σκέρτσα και τις μπούρδες. Πες την αλήθεια».

«ΤΑ ΝΕΑ», 14.1.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στο ‘Εικονοστάσιο’ δίνει ο Ρίτσος και τον ορισμό της ποίησης:
«Η ποίηση είναι κάτι απίστευτο, θαυμαστό και θαυματουργό, κάνει κατορθωτό το ακατόρθωτο, όπως κάνουν και τα όνειρα, με τη διαφορά πως τα όνειρα διαλύονται γρήγορα και ξεχνιούνται, ενώ τα ποιήματα πραγματοποιούν τα όνειρα και πλαταίνουν τον κόσμο»