Στον 21ο αιώνα επανέρχεται δυναμικά η αντιπαράθεση μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και, παράλληλα, ενισχύεται η ανάγκη να διατηρηθούν δίαυλοι συνεργασίας σε έναν ολοένα πιο πολωμένο κόσμο. Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία έχουν συμβάλει σε έντονες διεθνείς εντάσεις, την ώρα που κράτη μεσαίας ισχύος και περιφερειακοί παίκτες προσπαθούν να συγκρατήσουν την αποσταθεροποίηση, να διατηρήσουν συνεργατικές σχέσεις και να δημιουργήσουν θεσμούς που θα προστατεύουν τη διεθνή ισορροπία.
Η ενδυνάμωση των μεσαίων δυνάμεων αποτελεί σημαντική μετατόπιση στην καρδιά της παγκόσμιας διακυβέρνησης και συνοδεύεται από ένα διπλό παράδοξο. Από τη μία πλευρά, αμφισβητούν την κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων μέσα στους διεθνείς οργανισμούς. Από την άλλη, συμβάλλουν στη σταθερότητα, επειδή έχουν συμφέρον να προστατεύσουν ένα σύστημα κανόνων στο οποίο έχουν επενδύσει διπλωματικά και πολιτικά. Χρησιμοποιούν έτσι τους διεθνείς θεσμούς ως μέσα ενίσχυσης της επιρροής και της διπλωματικής τους παρουσίας. Παράλληλα, καθώς οι παγκόσμιες προκλήσεις απαιτούν συλλογική δράση, η συμβολή αυτών των χωρών καθίσταται ακόμη πιο κρίσιμη.
Ένα διεθνές σύστημα σε αμφισβήτηση
Το παγκόσμιο σύστημα σήμερα χρειάζεται ηγεσία και σταθερότητα, όμως αυτές απειλούνται από τις ενέργειες τριών μεγάλων δυνάμεων, των οποίων οι ηγέτες —Σι Τζινπίνγκ, Βλαντίμιρ Πούτιν και Ντόναλντ Τραμπ— βλέπουν όφελος στη διατάραξη της υφιστάμενης διεθνούς τάξης.
Η Ρωσία παραβίασε ανοιχτά το Διεθνές Δίκαιο με την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, κλιμακώνοντας μια κρίση που είχε ξεκινήσει το 2014. Η Κίνα αμφισβητεί διεθνείς αποφάσεις και θαλάσσιους κανόνες, υιοθετώντας επιθετική στάση στη Νότια Σινική Θάλασσα και επιβαρύνοντας το διεθνές εμπόριο μέσω υπερπαραγωγικής οικονομικής πολιτικής.
Την ίδια στιγμή, ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες —παραδοσιακός θεματοφύλακας της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης— συμβάλλουν στην αμφισβήτησή της. Η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, με την εγκατάλειψη παραδοσιακών αρχών ελεύθερου εμπορίου, την αυθαίρετη επιβολή δασμών, την αποχώρηση από διεθνείς συμφωνίες όπως η Συμφωνία του Παρισιού και ο ΠΟΥ, καθώς και την αιφνίδια διάλυση της USAID, επέφερε σοβαρούς κραδασμούς στο παγκόσμιο σύστημα συνεργασίας και υποχρέωσε πολλά κράτη να αναθεωρήσουν στρατηγικές και προσδοκίες.
Αναζητώντας νέα σχήματα συνεργασίας
Σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, πολλές μεσαίες δυνάμεις αναλαμβάνουν πιο ενεργό ρόλο. Διαθέτουν επιρροή που προκύπτει από οικονομικά, γεωπολιτικά ή διπλωματικά πλεονεκτήματα. Εξαρτώνται από τη διεθνή σταθερότητα και από ένα σύστημα κανόνων που επιτρέπει προβλεψιμότητα και ασφάλεια. Έτσι επιδιώκουν τη διατήρηση του διεθνούς καθεστώτος συνεργασίας, αντιλαμβανόμενες ότι η ανεξέλεγκτη επιθετικότητα των μεγάλων δυνάμεων απειλεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορούν να ευημερούν.
Η αναταραχή αυτή οδηγεί στη δημιουργία και ενίσχυση εναλλακτικών διεθνών και περιφερειακών οργανώσεων. Τέτοια σχήματα δεν είναι πρωτοφανή — παραδοσιακοί οργανισμοί όπως ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών υπάρχουν εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, νεότερες δομές όπως οι BRICS προσφέρουν πιο ευέλικτες μορφές συνεργασίας και συνοδεύονται από οικονομικούς μηχανισμούς, όπως η Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης, που καθιστούν το σχήμα πιο ελκυστικό.
Για κάποιους αναλυτές, αυτές οι πρωτοβουλίες αποτελούν εναλλακτική έναντι ενός διεθνούς συστήματος που έχει παραλύσει από τον ανταγωνισμό των ισχυρών. Για άλλους, είναι προσωρινές γέφυρες που διατηρούν τη συνεργασία μέχρι να επανέλθει μια πιο σταθερή παγκόσμια ισορροπία.
Το πιθανότερο είναι ότι το άμεσο μέλλον θα χαρακτηρίζεται από μικρότερες, πιο εξειδικευμένες συνεργασίες — τα λεγόμενα «μινι-πολυμερή» σχήματα — με στόχο την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων. Μερικές από αυτές τις συνεργασίες μπορεί να είναι προσωρινές, ενώ άλλες, όπως η G7, αποκτούν μόνιμο θεσμικό χαρακτήρα. Παράλληλα, αναπτύσσονται νέες μορφές συνεργασίας όπως οι πλουραλιστικές πρωτοβουλίες και τα ευέλικτα μοντέλα πολλαπλής συμμετοχής, όπου τα κράτη επιλέγουν βαθμό και είδος εμπλοκής, όπως συμβαίνει και με τη διαφοροποιημένη ολοκλήρωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, αυτή η πολυμερής ευελιξία δεν σημαίνει απουσία ανταγωνισμού. Οι μεσαίες και περιφερειακές δυνάμεις ενδέχεται να βρεθούν σε μεταξύ τους αντιπαλότητες. Παρ’ όλα αυτά, για τις περισσότερες, η επιδίωξη δεν είναι η υπονόμευση του συστήματος, αλλά η ενίσχυση της σταθερότητας και η ενεργή συμμετοχή σε ένα διεθνές πλαίσιο που λειτουργεί.
Το θεμέλιο της συνεργασίας
Παρά την κριτική που δέχεται, ο ΟΗΕ παραμένει εδώ και οκτώ δεκαετίες βασικός πυλώνας αποτροπής παγκόσμιων καταστροφών. Προσφέρει πλαίσιο διαλόγου, επιτρέποντας συγκρούσεις συμφερόντων χωρίς πολεμική αναμέτρηση — και αυτή είναι η ουσία της ύπαρξής του.
Τα νέα, ευέλικτα σχήματα συνεργασίας είναι χρήσιμα, αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς κοινό πλαίσιο αξιών και κανόνων. Στηρίζονται στα θεμέλια των διεθνών θεσμών που οικοδομήθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και θεμελιώδεις αρχές, όπως η απαγόρευση κατάκτησης εδαφών με τη βία — γι’ αυτό άλλωστε η εισβολή στην Ουκρανία θεωρείται τόσο σοβαρή πρόκληση για τη διεθνή νομιμότητα.
Παραδοσιακοί περιφερειακοί οργανισμοί, αλλά και πιο πρόσφατα σχήματα όπως η G7 και η G20, εξακολουθούν να αντλούν ισχύ και νομιμότητα από αυτήν τη θεσμική βάση. Για να συμβάλουν πραγματικά στη σταθερότητα, τα κράτη πρέπει να αντιμετωπίζουν σοβαρά τη συμμετοχή τους σε αυτούς τους οργανισμούς και να στηρίζουν ενεργά τη λειτουργία τους.
Με πληροφορίες από counsil on foreign relations