Σχεδόν πέντε χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2021 που ανέτρεψε την πολιτική κυβέρνηση, η Μιανμάρ βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς αποσύνθεσης.
Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατό έχει κοστίσει τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους, ενώ πάνω από 18 εκατομμύρια πολίτες χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Σήμερα, η στρατιωτική χούντα ελέγχει λιγότερο από το μισό της επικράτειας, με μεγάλες περιοχές να βρίσκονται στα χέρια ένοπλων εθνοτικών οργανώσεων και ανταρτικών ομάδων, οι οποίες διοικούν αυτόνομα εδάφη, ανταγωνιζόμενες για πόρους, επιρροή και εξουσία.
Ένα τόσο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρατεταμένη αστάθεια, αποθαρρύνοντας επενδύσεις και ενδεχομένως επηρεάζοντας ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, η Κίνα –ο ισχυρότερος και πιο επιδραστικός γείτονας της Μιανμάρ– δεν αντιμετωπίζει πλέον αυτή την πραγματικότητα ως απειλή. Αντίθετα, το Πεκίνο εκτιμά ότι η αποσύνθεση της χώρας είναι μια μόνιμη κατάσταση, την οποία μπορεί να ελέγξει και να αξιοποιήσει. Κατά τα πρώτα χρόνια του εμφυλίου, η Κίνα συνεργαζόταν διστακτικά τόσο με τη χούντα όσο και με ένοπλες ομάδες κοντά στα σύνορά της, ελπίζοντας ότι τελικά ο στρατός θα επικρατούσε και θα επανένωνε τη χώρα. Πλέον, αυτή η προσδοκία έχει εγκαταλειφθεί.
Σήμερα, η κινεζική στρατηγική εστιάζει στη διατήρηση και ενίσχυση της επιρροής της μέσα από έναν συνδυασμό επιλεκτικής οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας προς το καθεστώς, αλλά και άσκησης πίεσης στις ένοπλες οργανώσεις που δρουν κατά μήκος των συνόρων. Αξιοποιώντας το τεράστιο οικονομικό της βάρος, η Κίνα επιδιώκει να επιβάλει τους δικούς της όρους και να φέρει τις αντίπαλες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι εκλογές που ξεκινούν στις 28 Δεκεμβρίου δύσκολα θα οδηγήσουν σε μια ουσιαστική δημοκρατική μετάβαση. Αν και στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν ελπίδες ότι η εκλογική διαδικασία θα μπορούσε να επιφέρει μια περιορισμένη χαλάρωση των πολιτικών περιορισμών, η διεθνής κοινότητα τις θεωρεί σε μεγάλο βαθμό προσχηματικές και μη ελεύθερες. Για την Κίνα, ωστόσο, οι κάλπες αποτελούν κρίσιμο εργαλείο. Το Πεκίνο βλέπει στις εκλογές την ευκαιρία να θεσμοθετηθεί ένα υβριδικό πολιτικό σύστημα, όπου η στρατιωτική ηγεσία θα διατηρεί τον πραγματικό έλεγχο, πίσω από μια βιτρίνα πολιτικής διακυβέρνησης.
Σε αυτό το μοντέλο, ο στρατός θα συνεχίσει να κατέχει τα σύμβολα της εξουσίας, ενώ ένα εκλεγμένο –αλλά περιορισμένης αυτονομίας– κοινοβούλιο θα αναλαμβάνει τη διαχείριση προϋπολογισμών και την υπογραφή συμβάσεων. Αυτό το σχήμα προσφέρει στην Κίνα την αναγκαία διοικητική σταθερότητα για να προχωρήσει σε επενδύσεις, καθώς οι αποφάσεις που επικυρώνονται από πολιτικούς θεσμούς θεωρούνται πιο ανθεκτικές από τα διατάγματα της χούντας, τα οποία μπορούν εύκολα να ανατραπούν λόγω αλλαγών ηγεσίας, απώλειας εδαφών ή διεθνών κυρώσεων.
Οι εκλογές δεν αναμένεται να θεραπεύσουν τον κατακερματισμό της Μιανμάρ. Αντιθέτως, εκτιμάται ότι θα τον παγιώσουν με τρόπο που περιορίζει το ρίσκο για το Πεκίνο. Η Κίνα θεωρεί ότι μπορεί να ανεχθεί μια διαιρεμένη χώρα, αρκεί τα βασικά κέντρα ισχύος να παραμένουν εξαρτημένα από αυτήν για το εμπόριο, την ενέργεια και τη διοικητική λειτουργία. Με αυτόν τον τρόπο, καμία πλευρά δεν θα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε κρίσιμους πόρους ή διασυνοριακές ροές χωρίς την έγκριση του Πεκίνου. Αν αυτή η στρατηγική αποδώσει, θα σηματοδοτήσει έναν νέο τρόπο με τον οποίο η Κίνα μπορεί να δρα και να επενδύει σε ένα από τα πιο ασταθή κράτη του κόσμου, διαχειριζόμενη το χάος αντί να προσπαθεί να το εξαλείψει.