Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες και Ουκρανία εμφανίζονται να συγκλίνουν στο ότι το τέλος του πολέμου πλησιάζει, ωστόσο –όπως παραδέχεται και ο Ντόναλντ Τραμπ– παραμένουν «ένα ή δύο εξαιρετικά δύσκολα και επώδυνα ζητήματα» που μπορεί να τινάξουν τις διαπραγματεύσεις στον αέρα.
Στο επίκεντρο του αμερικανικού σχεδίου βρίσκονται κυρίως δύο αγκάθια: το εδαφικό και το μέλλον του μεγαλύτερου πυρηνικού σταθμού της Ευρώπης, ο οποίος βρίσκεται υπό ρωσικό έλεγχο. Το Κρεμλίνο εκτιμά ότι οι συνομιλίες έχουν εισέλθει στην τελική ευθεία, ενώ ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι αναμένεται να συζητήσει τις εξελίξεις με Ευρωπαίους ηγέτες στη Γαλλία στις 6 Ιανουαρίου. Παρ’ όλα αυτά, κάθε ένα από τα ανοιχτά μέτωπα μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν επιμένει στην πλήρη κατοχή της βιομηχανικής περιοχής του Ντονμπάς, παρά τις προτάσεις συμβιβασμού από την ουκρανική πλευρά. Οι ρωσικές δυνάμεις ελέγχουν σχεδόν όλη την περιοχή του Λουγκάνσκ και πάνω από τα τρία τέταρτα του Ντονέτσκ, όμως η Μόσχα διεκδικεί το σύνολο της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων στρατηγικών πόλεων όπως το Σλοβιάνσκ και το Κραματόρσκ. Ο Ζελένσκι απορρίπτει το ενδεχόμενο πλήρους αποχώρησης, επικαλούμενος τόσο τη νομιμότητα όσο και την τύχη εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.
Το Κίεβο έχει προτείνει τη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης υπό διεθνή έλεγχο, πρόταση που θεωρείται δύσκολο να γίνει αποδεκτή από τη ρωσική ηγεσία. Παράλληλα, αναλυτές εκτιμούν ότι η Ρωσία θα χρειαστεί χρόνια για να καταλάβει το σύνολο του Ντονέτσκ, εφόσον διατηρηθεί ο σημερινός ρυθμός προέλασης.
Εξίσου περίπλοκο είναι και το ζήτημα του πυρηνικού σταθμού της Ζαπορίζια, τον οποίο η Ρωσία κατέλαβε το 2022. Οι αντιδραστήρες παραμένουν εκτός λειτουργίας, ενώ η συντήρησή τους εξαρτάται από την ηλεκτροδότηση της Ουκρανίας. Η Ουάσινγκτον φέρεται να προτείνει κοινή διαχείριση του σταθμού, ωστόσο τόσο το Κίεβο όσο και η Μόσχα εμφανίζονται επιφυλακτικά, με τη ρωσική πλευρά να επιμένει ότι μόνο η Rosatom μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια της εγκατάστασης.
Πάνω από όλα, όμως, δεσπόζει η έλλειψη εμπιστοσύνης. Ο Ζελένσκι δηλώνει ανοιχτά ότι δεν πιστεύει στις ειρηνευτικές προθέσεις του Πούτιν, ενώ η Ρωσία κατηγορεί την Ουκρανία για επιθέσεις που το Κίεβο διαψεύδει κατηγορηματικά.
Στα εμπόδια προστίθενται οι απαιτήσεις της Ουκρανίας για εγγυήσεις ασφαλείας, το μέγεθος του στρατού της, οι τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και το ζήτημα της ένταξης στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, ο Ζελένσκι επιμένει ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να εγκριθεί μέσω δημοψηφίσματος, κάτι που η Μόσχα απορρίπτει, θεωρώντας ότι μια προσωρινή εκεχειρία θα οδηγήσει σε νέα κλιμάκωση.
Έτσι, παρά τη θετική ρητορική, τα «επώδυνα ζητήματα» παραμένουν ανοιχτά, κρατώντας την ειρήνη στην Ουκρανία σε εύθραυστη ισορροπία.