Η διεθνής αναγνώριση του τζιχαντιστή Άχμεντ αλ-Σαράα ως προέδρου της Συρίας σηματοδοτεί μια νέα φάση για τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει τη βαθιά και πολυεπίπεδη εμπλοκή της Τουρκίας στη μεταπολεμική της ανασυγκρότηση. Πίσω από το αφήγημα της «σταθεροποίησης» και της ενότητας, η Άγκυρα εμφανίζεται ως ο βασικός εγγυητής ασφάλειας και ο πραγματικός αρχιτέκτονας της λεγόμενης «Νέας Συρίας».
Η τουρκική στρατηγική βασίζεται σε τρεις πυλώνες. Πρώτον, στον στρατιωτικό έλεγχο των εξελίξεων, ιδιαίτερα στο κουρδικό ζήτημα. Η YPG αντιμετωπίζεται όχι ως συριακός πολιτικός δρων αλλά ως εχθρική προέκταση του PKK, με την Άγκυρα να επιβάλλει ένα ωμό δίλημμα: ενσωμάτωση υπό τουρκικούς όρους ή στρατιωτική εξουδετέρωση.
Δεύτερον, η Τουρκία επενδύει στη θεσμική διείσδυση. Η εκπαίδευση της συριακής αστυνομίας, των ενόπλων δυνάμεων και των συνοριακών μηχανισμών από τουρκικές δομές δημιουργεί ένα κράτος ασφαλείας που θα λειτουργεί με τουρκικά πρότυπα και υπό τουρκική επιτήρηση. Πρόκειται για ένα μοντέλο «εξαγόμενης κρατικότητας», ανάλογο με αυτό που η Άγκυρα έχει επιχειρήσει σε βόρεια Συρία, Λιβύη και Νότιο Καύκασο.
Τρίτον, η Άγκυρα επιχειρεί να μετατρέψει τη Συρία σε κρίσιμο γεωοικονομικό διάδρομο. Οι σχεδιασμοί για οδικούς άξονες από την Ιορδανία προς την Τουρκία και την Ευρώπη, καθώς και ο έλεγχος των συνόρων με το Ιράκ, εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική ανάδειξης της Τουρκίας σε αναντικατάστατο κόμβο εμπορίου και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Η παρουσία της Ρωσίας, αν και διατηρείται, λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο ισορροπίας παρά ως πραγματικό αντίβαρο στην τουρκική επιρροή. Αντίστοιχα, το Ισραήλ παρακολουθεί προσεκτικά, γνωρίζοντας ότι η τουρκική εδραίωση στη Συρία μεταβάλλει τις περιφερειακές ισορροπίες μακροπρόθεσμα.
Το ερώτημα δεν είναι αν η Συρία θα σταθεροποιηθεί, αλλά υπό ποιους όρους. Αν η «Νέα Συρία» οικοδομηθεί ως κράτος πλήρως εξαρτημένο από την Άγκυρα, τότε η τουρκική επέκταση δεν θα έχει επιτευχθεί με στρατεύματα κατοχής, αλλά με θεσμούς, εκπαίδευση και στρατηγική υπομονή. Και αυτό, ίσως, αποτελεί τη πιο αποτελεσματική –και πιο ανησυχητική– μορφή επεκτατισμού.