Στο ακροατήριο της δίκης για τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς Ψαράκου στη Φολέγανδρο, ο εισαγγελέας κατέρριψε με κατηγορηματικό τρόπο το αφήγημα περί ψυχωσικού επεισοδίου, σκιαγραφώντας έναν κατηγορούμενο που –όπως είπε– γνώριζε απόλυτα τι έκανε και επέλεξε συνειδητά κάθε επόμενη κίνησή του. Με λόγο κοφτό και βαρύ, περιέγραψε τη στάση του δράστη: έναν άνθρωπο ήρεμο, νηφάλιο, ικανό να ελέγχει τον εαυτό του ακόμη και σε προηγούμενες εκρήξεις θυμού με πρώην συντρόφους.
Τόνισε την εσκεμμένη εκτροπή του αυτοκινήτου σε ευθεία ανηφόρα και τη φυσική αδυναμία οποιουδήποτε να «σώσει» μόνος του το θύμα από τη θάλασσα – μια αντίφαση που, όπως σημείωσε, αποδομεί πλήρως τη γραμμή της υπεράσπισης.
Η επίκληση «παρανοειδούς διαταραχής» απορρίφθηκε ως αδύναμη: ο κατηγορούμενος υπηρέτησε στον στρατό, εργάστηκε κανονικά, διατηρούσε σχέσεις, και μάλιστα είχε αποκαλέσει τη Γαρυφαλλιά «άγγελο» – χωρίς ποτέ να τη στηρίξει ούτε την κρίσιμη στιγμή. Η φωνή της, η απελπισμένη κραυγή «τι κάνεις, βοήθεια», αναφέρθηκε από τον εισαγγελέα ως το πιο δραματικό και αδιάψευστο στοιχείο της υπόθεσης. «Μνήμη επιλεκτική, όχι μνήμη χαμένη», είπε, περιγράφοντας έναν δράστη χωρίς κανένα στρεσογόνο ερέθισμα λίγο πριν το έγκλημα.
Τι υποστήριξε ο κατηγορούμενος
Ο νεαρός, που πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ισόβια για ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, εμφανίστηκε τώρα με μια εντελώς διαφορετική εκδοχή: μίλησε για ψυχωτικά συμπτώματα, για drone που –όπως ισχυρίστηκε– τον παρακολουθούσε, για «κενά» στη μνήμη του. Απέρριψε την αρχική του ομολογία ως προϊόν πίεσης και είπε πως «δεν κατάλαβε τι έγινε». Φτάνοντας στο σημείο να επικαλεστεί ακόμη και τον Paulo Coelho, δήλωσε: «Πιστεύω, όπως λέει και ο Αλχημιστής, ότι όλο το σύμπαν συνωμότησε για να γίνει».
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ψύχραιμος αλλά αιχμηρός, επεσήμανε ότι ο κατηγορούμενος θυμάται με ακρίβεια τις στιγμές πριν και μετά τη δολοφονία – εκτός από εκείνη που έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Παρά τις εκφράσεις τύψεων, ο κατηγορούμενος συνέχισε να επιμένει πως η μνήμη του «σβήστηκε» την ώρα του εγκλήματος, αφήνοντας το δικαστήριο να κρίνει αν πρόκειται για αλήθεια ή για μια απέλπιδα προσπάθεια μείωσης της ποινής.